Σε όλους αρέσουν οι καλές ιστορίες. Όλοι έχουμε να διηγηθούμε μια λατρεμένη TEDx ομιλία, ένα βιβλίο ή μια ταινία που μας επηρέασε βαθιά, έναν δάσκαλο ή μέντορα που με το παράδειγμά του άλλαξε την ζωή μας.
Διαβάζω αυτές τις μέρες το βιβλίο του Ομπάμα, μια αριστοτεχνικά γραμμένη καλή ιστορία για έναν άνθρωπο ταπεινής καταγωγής που ονειρεύτηκε να αλλάξει τον κόσμο και έφτασε να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ. Ένα βιβλίο που όσο προχωράς να το διαβάζεις, τόσο περισσότερο εθίζεσαι στην ιδέα ότι το καλό στο τέλος θα νικήσει.
Είναι βέβαιο ότι στο συγκεκριμένο κείμενο έχει προσεχθεί επικοινωνιακά και η τελευταία λεπτομέρεια, ώστε να περνάει κάθε στιγμή το σωστό μήνυμα στον αναγνώστη. Και το μήνυμα αυτό δεν είναι άλλο από την επιβεβαίωση του βασικού συνθήματος του Ομπάμα: «Yes, we can»!
Είναι εξίσου βέβαιο όμως πως εκατομμύρια νέα παιδιά θα διαβάσουν το βιβλίο και θα δεχθούν μια πολύ ισχυρή επιρροή από αυτή την καλή ιστορία. Την ιστορία ενός παιδιού που μεγάλωσε σε μία μειονοτική, μάλλον φτωχή και οπωσδήποτε μη τυπική αμερικάνικη οικογένεια, ενός παιδιού όμως που ποτέ δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε να κυνηγά το εφηβικό του όνειρο, μέχρι που έφτασε στην κορυφή.
Κάθε φορά λοιπόν που διαβάζω κάτι ανάλογο, προσπαθώ να καταλάβω για ποιο λόγο το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (και η ελληνική κοινωνία εν γένει) αγνοεί την τεραστια παιδαγωγική αξία των καλών ιστοριών ζωής, άξιων ανθρώπων.
Και στην Ελλάδα παράγουμε ευτυχώς πολλές καλές ιστορίες, σε όλους τους χώρους. Επιστήμονες τεράστιου διεθνούς κύρους, οραματιστές επιχειρηματίες που ξεκινούν από το μηδέν και χτίζουν αυτοκρατορίες, άνθρωποι της τέχνης που απολαμβάνουν παγκόσμια αναγνώριση, συγγραφείς και εκδότες που με τα γραφόμενα τους επηρεάζουν τη σκέψη γενεών ολόκληρων. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τους αγνοούμε.
Διότι, τι περισσότερο χρειάζεται ένα παιδί που μεγαλώνει π.χ. σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια στο Σουφλί, από το να γνωρίσει έναν άνθρωπο που θα του πει: «Μην στενοχωριέσαι, και εγώ έτσι ζούσα στην ηλικία σου. Αλλά είχα ένα όνειρο, το κυνήγησα και τα κατάφερα να βελτιώσω την ζωή μου! Ελα να σου δείξω πως γίνεται…». Και με την προσωπική του ιστορία ο άνθρωπος αυτός να διευρύνει τους ορίζοντες του παιδιού, να το κάνει να ονειρευτεί και να του δώσει κίνητρο & έμπνευση για να προχωρήσει την ζωή του.
Τι θα μπορούσε λοιπόν να κάνει το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας; Μα, να ζητήσει από χιλιάδες Έλληνες πολίτες που η ζωή και η πορεία τους είναι παράδειγμα προς μίμηση, να επισκέπτονται αφιλοκερδώς και συστηματικά τα δημόσια σχολεία της χώρας. Και να μιλάνε στα παιδιά του γυμνασίου με τρόπο ανθρώπινο για την ζωή τους, για τα όνειρα που είχαν μικροί και για το πως κατάφεραν να τα πραγματοποιήσουν. Εξω από διδακτισμούς και δίχως παρεμβάσεις καθηγητών. Ετσι, χωρίς πρόγραμμα που έλεγε παλιά και η Μαρία Ρεζάν. Απλώς να πηγαίνουν στα παιδιά και να λένε τις καλές τους ιστορίες.
Και ξέρετε τι θα συμβεί μετά από λίγα χρόνια; Θα πολλαπλασιαστούν εκθετικά τα νέα παιδιά που θα έλθουν «από τα κάτω» της κοινωνίας και που θα είναι διατεθειμένα να βγουν μπροστά διεκδικώντας την δημιουργία μιας άλλης ζωής - πρώτα για τους εαυτούς τους και μετά για όλους μας. Και ίσως δημιουργηθεί έτσι μια καινούρια γενιά Ελλήνων που θα πιστέψει στο δικό της «yes, we can». Και που θα προχωρήσει για να αλλάξει, επιτέλους, την χώρα.
Αυτό δεν θέλουμε;
*Ο Γιάννης Γιαννούδης είναι συνιδρυτής & διευθυντής του σχολείου για πολύ μικρά παιδιά Dorothy Snot preschool & kindergarten