Την ώρα που πληκτρολογούμε αυτές τις γραμμές ο Δημήτρης Λιγνάδης έχει συλληφθεί, σύμφωνα με το δικαστικό ρεπορτάζ για βιασμούς κατ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος. Η υπόθεση παίρνει πλέον το δρόμο της δικαιοσύνης.
Όσα όμως προηγήθηκαν και όσα θα ακολουθήσουν, δείχνουν μια κοινωνία που όχι μόνο δεν μπορεί να διαχειριστεί ένα τόσο σοβαρό ζήτημα όπως η σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση αλλά δεν διστάζει να το κάνει πεδίο αντιπαράθεσης με όρους ζούγκλας όπου όλα είναι επιτρεπτά: παραγωγή και διασπορά fake news, αόριστες καταγγελίες, βεντέτες επί προσωπικού, ακραία και ανορθολογική κομματικοποίηση.
Θύματα σε αυτή την κατάσταση τα ίδια τα θύματα και μάλιστα για δεύτερη φορά αφού διαπιστώνουν ότι η καταγγελία όσων έχουν υποστεί μπορεί εύκολα να εκτραπει σε σύρραξη με τα ίδια να γίνονται βορά μιας κοινής γνώμης που περισσότερο από τις ίδιες τις καταγγελίες την ενδιαφέρει το να υπάρχουν σκάνδαλα να καταναλώνει, θέμα να συζητάει και να κουτσομπολεύει χωρίς να ζητάει τη δικαστική διερεύνηση για την απονομή της δικαιοσύνης.
Ο κίνδυνος η ιστορία αυτή αντί να γίνει αφορμή για τα θύματα να βρουν το θάρρος να καταγγείλουν στις αρχές βάναυσες συμπεριφορές που έχουν υποστεί, να σωπάσουν οριστικά είναι πλέον υπαρκτός.
Κοινή γνώμη και κόμματα αυτή τη φορά βρήκαν στο αποτρόπαιο τα νέα τους πολεμοφόδια για να συνεχίσουν να αλληλοφαγώνονται με τον τρόπο που το συνηθίζουν, χωρίς κανόνες και όρια, για κάθε θέμα, χωρίς διακρίσεις. Σπαράσσονται με τον ίδιο τρόπο είτε το θέμα αφορά μια παραβίαση των μέτρων της πανδημίας ή ένα βιασμό. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να έχουν ένα θέμα, οποιοδήποτε θέμα, για να αντιδικούν με ένταση σαν να μην υπάρχει αύριο.
Οι νουνεχείς για άλλη μια φορά παρακολουθούν σιωπηλοί ένα θέαμα αρένας. Μόνο που αυτή τη φορά το σκηνικό που έχει στηθεί αφορά εγκλήματα του χειρότερου είδους που ακυρώνουν την ανθρώπινη προσωπικότητα και αφήνουν ανεπούλωτα τραύματα.
Η έκκληση για αυτοσυγκράτηση και επίδειξη σοβαρότητας αυτή τη στιγμή φαντάζει μάταιη. Εκφράζουμε λοιπόν μόνο την οδύνη μας προς τα θύματα για όσα πρέπει να υποστούν για δεύτερη φορά επειδή η κοινωνία περισσότερο από την απόδοση της δικαιοσύνης ενδιαφέρεται για την αντιδικία.