Μέσα στον πανικό που προκαλεί μια πρωτοφανής πανδημία και όταν υπάρχουν χιλιάδες θύματα, είναι φυσικό να υπάρχει θυμός και αγανάκτηση απέναντι σε αιφνιδιασμένες ηγεσίες και ασυντόνιστες ενέργειες. Όλοι φωνάζουν και αναζητούν τρόπους επιμερισμού του κόστους της υπαρκτής, αλλά και της επερχόμενης αναταραχής. Έτσι, ανάμεσα στα πολλά και δισεπίλυτα ζητήματα της κορωνοκρίσης, επανέρχεται και το ευρωπαϊκό πρόβλημα με την βασική του αντινομία, την διάσταση του βιομηχανικού Βορρά με τον περιφερειακό Νότο. Η έκδοση ή μη του ευρωομολόγου, βρίσκεται στο επίκεντρο της τωρινής αντιπαράθεσης.
Όταν, όμως, προσεγγίζουμε την ευρωπαϊκή πολυπλοκότητα, οφείλουμε να θυμόμαστε την αξιωματική θέση, που πάντα ορίζει την κατεύθυνση των ενωσιακών πραγμάτων. Και αυτή δεν είναι άλλη, από το υπερκείμενο κριτήριο για όλους, που είναι η διαφύλαξη της πολύτιμης κατάκτησης συνολικά της ίδιας της Ένωσης. Χωρίς την Ένωση, οι ισχυροί γίνονται ανίσχυροι και οι αδύνατοι χάνονται στο ταραγμένο γεωπολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι.
Άρα, σε ότι αφορά την τρέχουσα διαμάχη, είναι βέβαιο ότι θα βρεθεί λύση. Θα υπάρξει ένας νέος προωθητικός συμβιβασμός. Δεν ξέρουμε την τεχνική της μορφή, αλλά σίγουρα θα είναι αποδεκτή και θα εγγυάται την συνέχιση της δύσκολης ευρωπορείας. Βέβαια, κάθε λύση δεν πρόκειται να ηρεμήσει τον συρφετό των ευρωαπορριπτικών, οι οποίοι πάλι ξεπετάχτηκαν και προέβλεψαν ευρωδιάλυση και νέα δικαίωση των αντιλήψεων τους. Δεν πειράζει. Και αυτοί θα συνεχίσουν στο ίδιο τραίνο της ασφαλούς ευρωπορείας, ευεργετούμενοι και ταυτοχρόνως καταγγέλλοντες.
Το ζήτημα, όμως, της ευρωπαϊκής ενότητας, επί της ουσίας είναι άλλο. Δεν προκύπτει από τη σύγκριση ότι τα πράγματα για κάποιους θα ήταν χειρότερα, αν ήταν εκτός της Ένωσης, παρότι σε χαλεπούς καιρούς, κάποιοι το βλέπουν κι έτσι. Αυτό που κυρίως πολλοί ξεχνάμε, είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η πιο πολύτιμη κατάκτηση. Η Ένωση, είναι το ισχυρότερο όπλο των κρατών και των λαών της στον παγκόσμιο γεωπολιτικό και οικονομικό ανταγωνισμό, ειδικά σε αιχμιακές περιόδους παγκόσμιας μετάβασης. Είναι το ηπειρωτικό όπλο μας, σε συγκρουσιακές εποχές αναδιανομής και λιτότητας.
Όλοι πλέον αντιλαμβανόμαστε, ότι εδώ και καιρό συντελείται ραγδαία αναδιανομή πλούτου και ισχύος, με χαμένη τη Δύση και ωφελημένη την Ανατολή. Και αυτά τα στοιχεία του μεγάλου κάδρου, δεν πρέπει να χάνονται από τον ορίζοντα όλων μας και, ιδιαίτερα, των δημοσιολογούντων, διανοητών και πολιτικών κάθε απόχρωσης, περί τα ευρωπαϊκά και τα παγκόσμια.
Η Ευρώπη, λοιπόν, ως ενωσιακό σύστημα , είναι υποχρεωμένη να οργανωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να σταθεί ανταγωνιστικά διεθνώς, αλλά και ν’ αποτελέσει υπόδειγμα οικουμενικής αλλαγής στον μεταβαλλόμενο κόσμο. Τον υποδειγματικό της ρόλο η Ευρώπη, τον δικαιούται μέσα από την άντληση διδαγμάτων από τις τραγικές πολεμικές εμπειρίες της, αλλά και από την ίδια την πολιτισμική της εξέλιξη. Τον ασκεί δε σήμερα εμπράκτως, παγκόσμια και ευρωπαϊκά. Παραμένει σταθερός πόλος ειρήνης και συνδιαλλαγής, απέναντι σε κάθε κίνδυνο καταστροφής που κυοφορείται στον πλανήτη. Στηρίζει αταλάντευτα τη δημοκρατία, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική αξιοπρέπεια, ως βασικό τρόπο ζωής και έκφρασης των λαών της.
Ταυτόχρονα, τον ανταγωνιστικό της ρόλο η Ευρώπη τον εκπληρώνει με την στρατηγική επιλογή της Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που αποτελεί ένα μείγμα περιοριστικών και επεκτατικών πολιτικών. Αυτές συνδυάζονται και εναλλάσσονται ανάλογα με τη συγκυρία, κατά χώρα, οικονομικό τομέα και παραγωγικό κλάδο της Ένωσης. Πιστεύω, ότι είναι λάθος η αντίληψη ότι πρόκειται για ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες περιοριστικές πολιτικές λιτότητας, όπως διατείνονται οι πάσης φύσεως αριστερίζοντες. Άλλωστε, η Ένωση αποτελεί ένα από τους μεγαλύτερους μηχανισμούς αναδιανομής και μεταβιβάσεων στον πλανήτη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα ευέλικτο μείγμα οικονομικών και παραγωγικών πολιτικών, με στόχο τόσο την εσωτερική σύγκλιση όσο και την διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ένωσης.
Αυτή ακριβώς η ανταγωνιστική προσπάθεια της Ευρώπης, έχει ως δομικό εσωτερικό εμπόδιο την άνιση ανταγωνιστικότητα του βιομηχανικού Βορρά σε σχέση με τον περιφερειακό Νότο. Μέχρι σήμερα, η οργανική αυτή σύγκρουση ελέγχθηκε από την Ένωση μέσα από σύνθετες πολιτικές χρηματοδοτικής στήριξης και ελεγχόμενου αποπαρασιτισμού, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την τελευταία κρίση χρέους. Βέβαια, οι λύσεις δεν ήταν οριστικές και, κυρίως, διαρθρωτικού βάθους. Ήταν λοιπόν σίγουρο, ότι στην επόμενη κρίση, η διάσταση αυτή θα έρχονταν στην επιφάνεια με μεγαλύτερη ένταση.
Στη συγκυριακή δε διαμάχη για το ευρωομόλογο, δεν τίθεται θέμα μη στήριξης και βοήθειας των πληττόμενων χωρών του νότου. Αυτή θα υπάρξει στο μέγεθος που απαιτείται και, πιστεύω, χωρίς μνημόνια. Για τους Βόρειους, ο φόβος είναι ότι η μόνιμη αμοιβαιοποίηση της χρηματοδότησης του χρέους, θα οδηγήσει σε μείωση της ανταγωνιστικότητας των χωρών τους. Τα περί ακροδεξιού κινδύνου που διατρέχουν Βόρειοι και κάποιοι Νότιοι, είναι πολιτικές επικαλύψεις, όχι βεβαίως αναληθείς, αλλά η βαθύτερη ουσία είναι αλλού.Το διακύβευμα ουσίας είναι η ανταγωνιστικότητα της Ένωσης.
Η ανταγωνιστικότητα, όμως, της Ένωσης συνιστά ένα δομικό συστημικό αδιέξοδο, με την μορφή ενός διπλού διλήμματος. Αν επιλεγεί μόνιμη στήριξη και θεσμικά μεταβιβαστική (δηλαδή με ατέλειωτα δανεικά κεφάλαια) ανάπτυξη του Νότου, αδυνατίζει η ανταγωνιστικότητα του Βορρά, άρα και η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ένωσης. Αν επιλεγεί η συγκυριακή στήριξη και η συγκρατημένη ανάπτυξη του Νότου, τότε δημιουργείται πρόβλημα στενότητας των εσωτερικών αγορών του Βορρά και, μάλιστα, σε φάση μείωσης των εξαγωγικών του επιδόσεων. Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα. Συμπέρασμα: Όσο ανακυκλώνονται και βαθαίνουν οι παγκόσμιες κρίσεις, τόσο στενεύουν τα περιθώρια ελιγμών διαχείρισης των οργανικών αντιφάσεων της Ένωσης.
Υπάρχει διέξοδος; Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι για το ζήτημα αυτό υπάρχουν μόνο υποκειμενικές προσεγγίσεις και όχι επεξεργασμένες πολιτικές. Θεωρώ λοιπόν, ότι η ευρωπαϊκή διέξοδος δεν μπορεί ν’ αναζητηθεί στο καθαυτό οικονομικό πεδίο. Δεν υπάρχει τεχνική και καθαρή οικονομική απάντηση σ’ ένα πολυσύνθετο οικουμενικό, πολυεθνικό και κοινωνικό σύμπλεγμα. Θα πρέπει να επανατοποθέτήσουμε τις οικονομικές του διαστάσεις σε νέο πολιτικό έδαφος. Άλλωστε και η ίδια η οικονομία είναι «πολιτική οικονομία», που απαιτεί κοινωνική στήριξη και η οποία εντάσσει και διευθύνει την κάθε τεχνικοοικονομική κατεύθυνση.
Ειδικά για την Ευρώπη, το στοίχημα είναι απολύτως πολιτικό, διπλό και ενισχυμένο. Πρώτον, επίταση και αναβάθμιση της πολιτικής ενοποίησης ως μόνου ικανού όρου διαχείρισης και εξισορρόπησης των ζωτικών αντιθέσεων της ευρωπορείας. Δεύτερον και σημαντικότερον, ανάγκη πολιτικών ανασυνθέσεων και υπερβάσεων επί της γηρασμένης ευρωπαϊκής πολιτικής γεωγραφίας της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς. Οι παραπάνω πολιτικές υπερβάσεις απαιτούνται και στο ευρωπαϊκό σύστημα και στα επιμέρους εθνικά πολιτικά συστήματα. Πρέπει να έχουν ιδεολογικό και πολιτικό χαρακτήρα ευρωπαϊκό, δημοκρατικό και κοινωνικό. Σταθερά δε, να οδηγήσουν προς μια νέα μεταφιλελεύθερη και μεταριστερή ευρωπαϊκή μεταπολίτευση.