Μία από τις πλέον πολύκροτες υποθέσεις αντιπαράθεσης ανάμεσα στους ανθρώπους καλής θέλησης και υπέρμαχους της ελευθερίας και τους κομμουνιστές μαζί με τους συνοδοιπόρους τους, κατά την διάρκεια του Ψυχρού πολέμου, ήταν η «Υπόθεση Κράβτσενκο».
Ο Βίκτρω Αντρέγιεβιτς Κράβτσενκο (1905 - 1966), ήταν ουκρανικής καταγωγής ανώτερο στέλεχος του κόμματος και του κράτους στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Το όνομα του συνδέεται με τον όρο «νιβροζβρασένκι», δηλαδή με εκείνη την ομάδα κομματικών και κρατικών στελεχών, αλλά και απλών σοβιετικών ανθρώπων, οι οποίοι μόλις του δόθηκε η πρώτη ευκαιρία, αυτομόλησαν στην Δύση.
Σπούδασε Μεταλλουργία στο Μεταλλουργικό Ινστιτούτο του Ντιεπροπετρόφσκι και ήταν συμμαθητής και φίλος του μετέπειτα Γενικού Γραμματέα της Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε. Λεονίντ Ιλίτς Μπρέζνιεφ.
Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ήταν μέλος της σοβιετικής εμπορικής αποστολής στην Ουάσινγκτον. Εκεί, γνώρισε διάφορους αντισταλινικούς διανοούμενους με αριστερό παρελθόν, όπως ο Μενσεβίκος Νταβίντ Γιούλιεβιτς Νταλίν, την σύζυγό του τροτσκίστρια Λίλια Εστρίν-Νταλίν, τον πρώην τροτσκιστή Μαξ Ίστμαν, τους δημοσιογράφους Ντον Λεβίβ και Γιουτζίν Λάιονς.
Το 1943 ζήτησε πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ, οι αρχές της οποίας του το χορήγησαν κι έκτοτε ζούσε στην Νέα Υόρκη με το ψευδώνυμο Πίτερ Μάρτιν.
Το 1946, με την βοήθεια του Γιουτζίν Λάιονς και της μεταφράστριας Ελίζαμπεθ Χέπγουντ, η οποία μετέφραζε έργα του θεατράνθρωπου Στανισλάφσκι, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Επέλεξα την ελευθερία», στο οποίο περιέγραφε τις θηριωδίες που διέπραξε το κομμουνιστικό καθεστώς στην λεγόμενο αποκουλακοποίηση για τα εκατομμύρια θύματα του λιμού στην Ουκρανία, την Νότια Ρωσία και αλλού, αλλά και στα στρατόπεδα Γκουλάγκ.
Το βιβλίο είχε τρομακτική επιτυχία εκείνη την εποχή. Μεταφράστηκε σε 20 γλώσσες και επέφερε σημαντικό πλήγμα στην εικόνα και το κύρος της Ε.Σ.Σ.Δ. Στην Γαλλία, το βιβλίο κυκλοφόρησε σε 500.000 αντίτυπα, προκάλεσε, ωστόσο, την οργίλη αντίδραση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας. Το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του κόμματος, αλλά και τα μέλη του, αποκαλούν τον Κράφτσενκο «μαριονέτα» και «προδότη», εξαγορασμένο από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, προβάλλοντας, μάλιστα, το επιχείρημα, πως δεν ήταν σε θέση ο ίδιος να γράψει ένα βιβλίο.
Η φιλοκομμουνιστική εφημερίδα «Les Lettres francaises» με διευθυντή τον ποιητή Λουί Αραγκόν, κατηγόρησε τον Κράφτσενκο ότι ψεύδεται. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει, όταν ο Κράφτσενκο κατέθεσε μήνυση στα γαλλικά δικαστήρια, εγκαλώντας την εφημερίδα για συκοφαντία.
Η δίκη έγινε στις αρχές του 1949 στο Παρίσι και ενώ είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει 9 ημέρες, διήρκησε, τελικά, δύο μήνες. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων έγραφα πως πρόκειται «για την δίκη του αιώνας». Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η δίκη καθεαυτή, έκανε μεγαλύτερη ζημιά στην Ε.Σ.Σ.Δ. απ’ ότι το ίδιο το βιβλίο.
Στην δίκη οι δύο πλευρές κάλεσαν τους μάρτυρες τους. Από την πλευρά του Κράβετσνκο κλήθηκαν πρόσφυγες από την Ε.Σ.Σ.Δ., από την πλευρά των κομμουνιστών κατέθεσαν βουλευτές, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, μέλη του Κινήματος αντίστασης, καθώς και μέλη του κόμματος που είχαν επισκεφτεί την Σοβιετική Ρωσία. Ανάμεσα στους μάρτυρες υπεράσπισης της εφημερίδας ήταν ο προϊστάμενος του ναού στο Καντέμπορι Χιούλετ Τζόνσον, ο φυσικός Φρεντερίκ Κιουρί και ο συγγραφέας Ζαν Πολ Σαρτρ. Η σοβιετική κυβέρνηση, έστειλε στο Παρίσι την σύζυγο του Κράφτσενκο και πρώην συναδέλφους του, οι οποίοι κατέθεσαν εναντίον του.
Ο Κράφτσενκο κέρδισε την δίκη, χάρη στις πολυάριθμες μαρτυρίες προσφύγων από την Ε.Σ.Σ.Δ., οι οποίοι εκπροσωπούσαν διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Ανάμεσά τους ήταν ο Μαργαρίτα Μπούμπερ - Νόιμαν, χήρα του Γερμανού κομμουνιστή που εκτελέστηκε στην Σοβιετική Ένωση Χέινς Νόιμαν, και η οποία το 1941 παραδόθηκε από την N. K.V.D. στην Γκεστάπο.
Πρώην πολίτες της Ε.Σ.Σ.Δ., οι οποίοι βρέθηκαν μετά τον πόλεμο στον Καναδά, την Γαλλία και την Γερμανία, καθώς και σε άλλες χώρες που δεν ανήκαν στον λεγόμενο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», επιβεβαίωσαν στο δικαστήριο πως τα περιγραφόμενα στα βιβλίο στοιχεία είναι αληθή, πως όντως έγιναν μαζικές επιχειρήσεις διώξεων, «εκκαθαρίσεις», δολοφονίες κρατουμένων, βασανιστήρια κατά την διάρκεια των ανακρίσεων, εκμετάλλευση της εργασίας σε συνθήκες σκλαβιάς των κρατουμένων, εξόντωση των αγροτών, στημένες δίκες.
Καταθέτοντας στο δικαστήριο ο Κράφτσενκο, μεταξύ των άλλων, δήλωσε πως «Η κολεκτιβοποίηση στην Σοβιετική Ένωση ήταν μία δεύτερη επανάσταση πιο αιμοσταγής, πιο σκληρή και βάρβαρη από την Οκτωβριανή και εγώ με τους μάρτυρές μου, θα το αποδείξουμε».
Στην ίδια κατάθεση ο Κράφτσενκο, αρνήθηκε να σχολιάσει, για λόγους πατριωτισμού, ζητήματα που είχαν σχέση με τις πολεμικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα το πρόγραμμα lend and lease, μέσω του οποίοι οι σύμμαχοι τροφοδοτούσαν την Ε.Σ.Σ.Δ. με τα αναγκαία να την συνέχιση του πολέμου.
«Δεν μπερδεύω την Ρωσία και τον λαό της με το σοβιετικό καθεστώς. Οι Στάλιν και Μόλοτοφ έρχονται και παρέρχονται, η Ρωσία θα υπάρχει εις τους αιώνες. Μάχομαι κατά του Μπολσεβικισμού και όχι κατά της Ρωσίας. Είμαι ενάντια στον κομμουνισμό και όχι ενάντια στον λαό της Ρωσίας, των Ρώσων, των Ουκρανών και όλων των υπολοίπων».
Στις 4 Απριλίου 1949 ο Κράφτσενκο κέρδισε την δίκη και το δικαστήριο του επιδίκασε το ποσό των 150.000 γαλλικών φράγκων ως αποζημίωση για την ηθική ζημιά που το προκάλεσε η κομμουνιστική εφημερίδα.
Την ίδια χρονιά, η συγγραφέας Νίνα Μπερμπέροβα (1901-1993), έγραψε το βιβλίο «Υπόθεση Κράφτσενκο. Η ιστορία της δίκης».
Αξίζει να σημειωθεί, πως από τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που μετακινήθηκαν από την Ε.Σ.Σ.Δ. προς την Δύση είτε τα πρώτα χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα του 1917 είτε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Κράφτσενκο κατάφερε να βρει και να παρουσιάσει στο δικαστήριο, πραγματικούς πατριώτες, οι οποίοι κατέθεσαν πραγματικά γεγονότα, αριθμούς, ημερομηνίες και ονόματα. Γλαφυρά, με ακρίβεια και ηρεμία, αφηγήθηκαν στο δικαστήριο όλα όσα γνώριζαν για τον λιμό, για τις εκτοπίσεις και εξορίες στην Σιβηρία, για την σοβιετο-γερμανική συμμαχία, για τις ταξικές ανισότητες.
Ο ίδιος, έγραψε στην συνέχεια ένα ακόμη βιβλίο με τίτλο «Επιλέγω την δικαιοσύνη», το οποίο, ωστόσο, δεν γνώρισε την επιτυχία του πρώτου.
Παρά τις ξεκάθαρες αντικομμουνιστικές του απόψεις, ο Κράφτσενκο παρέμενε σοσιαλιστής και τάχθηκε κατά του «κυνηγιού μαγισσών» που εξαπέλυσε ο αμερικανός γερουσιαστής Μακάρθι. Ο ίδιος ξόδεψε το τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό σε διάφορες αποτυχημένες προσπάθειες οργάνωσης των φτωχών αγροτών σε κολλεκτίβες στα ορυχεία ασημιού του Περού και της Βολιβίας, με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσει.
Ο Κράφτσενκο πέθανε κάτω από αμφιλεγόμενες συνθήκες το 1966. Λίγο νωρίτερα, η ηθοποιός του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας Β. Π. Μπουλγκάκοβα, Πολωνή, η οποία είχε αποδράσει από τα Γκουλάγκ, τον ενημέρωσε πως οι οικείοι του είχαν όλοι χαθεί στα στρατόπεδα. Σύμφωνα με μία εκδοχή, αυτό του προκάλεσε κατάθλιψη με αποτέλεσμα να αυτοκτονήσει με το πιστόλι του.