Του Ανδρέα Ζαμπούκα
«Ξημερώνει η 10η Μαρτίου 1941, ημέρα Δευτέρα, και το πυροβολικό του Καβαλέρο, του Ιταλού Στρατάρχη ξαναρχίζει. Ξαναρχίζει από την Τρεμπεσίνα, με πείσμα διπλό, γιατί η πρώτη μέρα χάθηκε κι αυτό είναι άσχημο για μίαν επίθεση, που πρέπει να το πετύχει στις πρώτες ώρες της. Το κανονίδι τώρα απλώνεται ανατολικά, στο 731. Είναι τέτοιο που μόνο με τους θρυλικούς βομβαρδισμούς του Βερντέν, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να παραβληθεί. Τ'' ακούει και ζαρώνει περίτρομη η ψυχή του ανθρώπου. Τα ελληνικά πυρά της έκοψαν την ορμή, ως που το μεσημέρι οι Ιταλοί ενισχυμένοι με νέες δυνάμεις, ξανάρχισαν, όμως, το πεζικό κατόρθωσε με μόνα τα δικά του να σπάσει το πρώτο κύμα του εχθρού.
Στις 6 τ'' απόγεμα οι Ιταλοί άνοιγαν μεγάλη φωτιά κατά του 731. Χίμηξαν ύστερα με ταυτόχρονη προσπάθεια να το υπερκεράσουν από τη δημοσιά. Ήταν η έβδομη επίθεσή τους για το 731. Το ύψωμα έμπαινε πια, ζωσμένο με φλόγες στο θρύλο».
Το παραπάνω είναι κείμενο του λογοτέχνη και ακαδημαϊκού Άγγελου Τερζάκη, ο οποίος πολέμησε το 1940 στο αλβανικό μέτωπο.
Το ιδεώδες της υπέρβασης και της ηρωικής πράξης ξεπερνά τα όρια της κοινωνικής νόρμας. Κάτι που συναντά κανείς στην ποίηση του Σολωμού ή στον γερμανικό ιδεαλισμό του 18ου αιώνα. Ο Ελληνοιταλικός Πόλεμος, αποτελεί ίσως ένα εμβληματικό δείγμα συλλογικής και προσωπικής αυτογνωσίας. Γιατί δόθηκε η ευκαιρία, δια μέσου της σύγκρουσης και της δοκιμασίας, να ακουστεί ο «θεσπέσιος και απόκοσμος ήχος» της αποκάλυψης του εαυτού μας. Να μάθουμε ποιοι είμαστε και πόσο μπορούμε να σηκώσουμε το βάρος της εθνικής μας ευθύνης.
Το 1941, στο Ύψωμα 731, ο ολιγάριθμος ελληνικός στρατός κατορθώνει μια συντριπτική νίκη επί του πολυάριθμου ιταλικού. Είναι το σκηνικό όπου ο όρθιος άνθρωπος «θανάτω θάνατον πατήσας» περνά δια της παραδοξότητας, στον «κόσμο των ιδεών» και κατακτά την αιωνιότητα.
Είναι το 'Υψωμα 731 οι νικηφόρες «Θερμοπύλες» της σύγχρονης Ιστορίας μας; Nαι είναι. Αλλά όπως και οι Θερμοπύλες του Λεωνίδα δεν είναι ασύνδετες με το περιβάλλον που εξελίχθηκαν. Ούτε και το γεγονός είναι παραδομένο μόνο στο παράδοξο της ηρωικής υπέρβασης.
Η Ελλάδα, το 1940, ήταν πανέτοιμη για πόλεμο. Το καθεστώς Μεταξά αξιοποίησε τις εξουσίες του για να πετύχει τα τρία πρώτα χρόνια σημαντική αύξηση στο εθνικό εισόδημα καθώς και μείωση της ανεργίας. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι σημαντικό τμήμα του εθνικού εισοδήματος διατέθηκε σε εξοπλιστικούς σκοπούς, προετοιμάζοντας αμυντικά τη χώρα στη διαφαινόμενη φασιστική απειλή.
Το Σεπτέμβρη του '39, με την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία (Ντάντσιχ) και την κήρυξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, επικρατεί τραπεζικός πανικός στην Ελλάδα αλλά στις 26 Ιανουαρίου του επόμενου έτους προσυπογράφεται, στην Αθήνα, εμπορική συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία προκαθορίζει και την πολιτική της χώρας μας σε ενδεχόμενη επίθεση της Ιταλίας ή της Γερμανίας.
Το Ύψωμα 731 δεν είναι μνημείο αυταπάρνησης ενός λαού παραδομένου στην καλή του μοίρα. Ούτε και οι νικηφόροι Περσικοί Πόλεμοι έμειναν στην ιστορία χωρίς λογική σύνδεση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στις ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας.
Οι θρίαμβοι είναι πάντα αποτέλεσμα μιας σωστής προετοιμασίας. Στην οικονομία, στην άμυνα και στην οργάνωση της κοινωνίας. Και οι εθνικές τραγωδίες επίσης, αποτελούν την τραγική κατάληξη ανίκανων ηγετών και ανώριμων κοινωνιών.
Εδώ μιλάμε για ένα μέτωπο που πολέμησαν ο Άγγελος Τερζάκης, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Γιάννης Τσαρούχης. Και ολόκληρη η οικονομική, πολιτική και πνευματική ελίτ της χώρας. Έτσι κερδήθηκε ο πόλεμος στο Ύψωμα 731. Με το παράδοξο, που για να γίνει παράδοξο, ξόδεψε όλη του την αθέατη, στην μνήμη μας, λογική!