Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Γράφαμε χθες ότι μέχρι ο ΣΥΡΙΖΑ να βρει τη νέα του πολιτική ταυτότητα, την οποία, σημειωτέον, την αναζητά μήνες πριν από τις εκλογές και συγκεκριμένα από την ημέρα που τερματίστηκε η συνεργασία με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, προσπαθεί απλώς να επικοινωνεί με τους πολίτες στη δημοφιλή στους Έλληνες γλώσσα “Τσιπροπασόκ”, παριστάνοντας ότι αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση. Εκτιμούμε ότι αυτή η στρατηγική, για την ώρα, θα λειτουργήσει.
Ο βασικότερος λόγος που το “Τσιπροπασόκ” θα “πουλήσει” είναι βέβαια ο αντίπαλος. Νέα Δημοκρατία και Κυβέρνηση διευκολύνουν τον κ. Τσίπρα υιοθετώντας τη ρητορική και ενίοτε και την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ σε θεμελιώδη ζητήματα της οικονομίας, όπως την εμμονική καθήλωση στα αναδρομικά και τις υποσχέσεις για το επίδομα από το υπερπλεόνασμα.
Η κυβέρνηση χρειάζεται μια δραματική αλλαγή στους τόνους, τη ρητορική της και την ατζέντα της συζήτησης, τώρα που η αποδοχή της από το εκλογικό σώμα είναι πολύ μεγάλη. Απαιτούνται τολμηρές πρωτοβουλίες.
Δηλαδή τι κακό θα συνέβαινε αν ο Πρωθυπουργός σε διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό κι αφού πρώτα δήλωνε ότι δεσμεύεται από τις αποφάσεις του ΣτΕ, ζητούσε από τους δικαιούχους των αναδρομικών να παραιτηθούν αυτοβούλως από τη διεκδίκησή τους ώστε τα χρήματα αυτά να δαπανηθούν στην Παιδεία, στις προσλήψεις νέων δασκάλων και καθηγητών ή στην ενίσχυση των εκτός έδρας αναπληρωτών;
Μετά το πρώτο «σοκ» και το σάλο που θα δημιουργούνταν, θα ακολουθούσε ένας έντονος διάλογος με τα υπέρ και τα κατά της πρότασης του Πρωθυπουργού. Δηλαδή, η κυβέρνηση θα είχε βάλει την κοινωνία να συζητά πάνω στη δική της ατζέντα, θα είχε παρακινήσει τους Έλληνες να αναλογιστούν κι εκείνοι λίγο την ευθύνη τους απέναντι στις επόμενες γενιές, στα πρωϊνά, τα βραδινά πάνελ και στα σόσιαλ μήντια η συζήτηση θα αφορούσε το αν η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει στους νέους ή να ασχολείται νυχθημερόν με την ικανοποίηση των προηγούμενων γενιών που πέρασαν καλά σε βάρος των εγγονών και των δισεγγόνων τους και όλα αυτά σε μια ιδανική χρονική συγκυρία: μακριά από τις εκλογές, την αποδοχή της κυβέρνησης από την κοινή γνώμη σε υψηλά ποσοστά και τη συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ φιλικά διακείμενων σε εντυπωσιακό βαθμό.
Η συνταξιολογία και η επιδοματολογία πρέπει να συζητηθούν ως βαθιές κοινωνικές παθογένειες, ως μια ιδεολογική στρέβλωση που οι γενιές περνούν η μία στην άλλη σε μια ιδιότυπη σκυταλοδρομία πάνω σ' ένα δρόμο που οδηγεί προς τα πίσω, δεν μπορεί να λειτουργεί ως το βολικό επικοινωνιακό καταφύγιο των κυβερνήσεων επειδή λείπει η τόλμη και η διάθεση για τη δουλειά που απαιτείται για την αλλαγή της ατζέντας.
Η κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει τολμηρές πρωτοβουλίες. Ιδέες υπάρχουν αλλά η υλοποίησή τους απαιτεί οργάνωση, πολύ δουλειά και επένδυση χρόνου. Όμως, κάθε επένδυση στην επικοινωνία αποδίδει, πάντα, τα μέγιστα.