Προ ημερών ένα Επιμελητήριο -δεν έχει σημασία ποιο- ανακοινώνει μετά βαΐων και κλάδων στα μέσα ενημέρωσης ότι συστήνει επιτροπή για να ελέγξει 500 φακέλους επιχειρήσεων στις οποίες δεν χορήγησαν δάνεια οι τράπεζες. Ο σκοπός είναι προφανώς να βγει «με στοιχεία» να τις καταγγείλει.
Δύο εβδομάδες μετά, τηλεφωνεί ο πρόεδρός του και μου λέει: «Τη σταματώ».
-«Γιατί;» τον ρωτώ.
-«Διότι και στις 500 υποθέσεις, ορθώς δεν χορηγήθηκε δάνειο».
Τέτοιου είδους διαμαρτυρίες ακούω στις συναντήσεις μου με εκπροσώπους φορέων της αγοράς και επιχειρηματίες, αλλά και μέσα στη Βουλή. «Γιατί δεν πιέζετε τις τράπεζες να δώσουν δάνεια χωρίς τραπεζικά κριτήρια;» με ρωτούν ή, μάλλον, με προτρέπουν.
Απευθύνθηκα, λοιπόν, στις τράπεζες και υπέβαλα το καίριο ερώτημα: «Πόσες από τις χιλιάδες επιχειρήσεις που υπάρχουν στην Ελλάδα μπορούν να δανειοδοτηθούν;». Η απάντησή τους; Είκοσι χιλιάδες επιχειρήσεις.
Τον αριθμό αυτό τον διπλασιάζουμε με τις εγγυήσεις που παρέχει σήμερα το Δημόσιο. Άρα, με τα δύο ενεργά εργαλεία της Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΤΕΠΙΧ ΙΙ, Ταμείο Εγγυοδοσίας), θα δανειοδοτηθεί στην πραγματικότητα το 100% των 40 χιλιάδων επιχειρήσεων που μπορούν να δανειοδοτηθούν.
Στο εύλογο ερώτημα: «Και οι υπόλοιπες επιχειρήσεις;», η απάντηση είναι ότι δεν τις αφήνουμε εκτός στήριξης. Το αντίθετο. Τις ενισχύουμε, ουσιαστικά και λελογισμένα, από τον προϋπολογισμό, αξιοποιώντας και τους πόρους του ΕΣΠΑ:
-Με την «Επιστρεπτέα Προκαταβολή» 1, 2 και 3 που έχει ήδη καταβληθεί σε 185 χιλιάδες επιχειρήσεις, εκ των οποίων το 90% μικρές και πολύ μικρές, και την 4 που ακολουθεί. Οπως έχει ανακοινωθεί, μάλιστα, ένα μέρος της εν λόγω ενίσχυσης δεν θα είναι «επιστρεπτέο».
-Με το «πάγωμα» των επιταγών, των δόσεων στην εφορία, στα ασφαλιστικά Ταμεία και των δανείων που είχαν να καταβάλουν, καθώς και τη μείωση των ενοικίων κατά 40%. Ολα αυτά είναι στην ουσία παροχή ρευστότητας, καθώς, εάν δεν ίσχυαν αυτές οι ρυθμίσεις, οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να τις αποπληρώσουν από το ταμείο τους.
-Με σειρά άλλων ρυθμίσεων, όπως για την επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών και μέρους του μισθού των εργαζομένων τους.
-Με τα προγράμματα στήριξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων από το ΕΣΠΑ μέσω των περιφερειών, συνολικού ύψους 800 εκατ. ευρώ.
-Με το νέο θεσμικό πλαίσιο για τις μικροπιστώσεις που ψηφίσαμε, σύντομα οι μικρές επιχειρήσεις θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε δάνεια έως 25.000 ευρώ.
Ένα δεύτερο που ακούω είναι ότι τα δάνεια του Ταμείου Επιχειρηματικότητας (ΤΕΠΙΧ ΙΙ) «τα πήραν οι μεγάλες επιχειρήσεις». Απαντώ: Το ΤΕΠΙΧ εξ ορισμού αναφερόταν μόνο σε έως 500.000 ευρώ δάνειο και μόνο σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Μια μεγάλη επιχείρηση δεν μπορούσε καν να υποβάλει αίτηση μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας.
Τα στοιχεία είναι συγκεκριμένα για τα δάνεια που εκταμιεύθηκαν:
-μέσω του ΤΕΠΙΧ ΙΙ, ύψους 1,74 δισ. ευρώ σε 12.202 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εκ των οποίων οι 8.360 πολύ μικρές επιχειρήσεις,
-μέσω του Εγγυοδοτικού, ύψους 3 δισ. (πρώτη φάση) σε 5.409 επιχειρήσεις, εκ των οποίων 5.043, δηλαδή το 93,2%, μικρομεσαίες.
Άρα, μέχρι τώρα στην αγορά με τα προγράμματα ρευστότητας, το «πάγωμα» υποχρεώσεων και τις άλλες ρυθμίσεις, έχουν παροχετευθεί περί τα 14 δισ. ευρώ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ανάγκες των επιχειρήσεων είναι μεγάλες, ενώ επειδή ακριβώς δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο σε αυτή την περίεργη εποχή που ζούμε, οφείλουμε να κρατάμε δυνάμεις για το μέλλον.
Πάντως, η πολιτική που ασκεί η κυβέρνησή μας είναι απολύτως υπεύθυνη και λογική. Κρατάμε ζωντανές τις επιχειρήσεις -στο μέτρο που είναι εφικτό- χωρίς τα μέτρα που λαμβάνουμε να προκαλούν ανησυχία ούτε για την ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος ούτε για το χρέος.
Και κάτι προσωπικό: Έχω μια αρχή από την οποία δεν αφίσταμαι. Δάνειο που θα δοθεί από τράπεζα σε επιχείρηση, την οποία η τράπεζα αξιολογεί ότι δεν θα το αποπληρώσει, δεν συνιστά ενίσχυση. Είναι προϋπόθεση εθνικής καταστροφής στο μέλλον. Οι μνήμες είναι νωπές άλλωστε.
*Ο Άδωνις Γεωργιάδης είναι υπουργός Ανάπτυξης & Επενδύσεων.
**Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του σαββατοκύριακου 24-25 Οκτωβρίου 2020.