Δεν έχει νόημα να αναλύουμε την ανωτερότητα του Ολυμπιακού στο φετινό πρωτάθλημα. Ούτε απαιτεί… μαντικές η ικανότητες η πρόβλεψη ότι από του χρόνου η ψαλίδα με τους από κάτω της Super League θα μεγαλώσει. Χρειάζεται να γίνει κάτι το εντυπωσιακά απρόβλεπτο για να αποκτήσουν απότομα μπόι ο ΠΑΟΚ και η ΑΕΚ ή να βρει νέα δυναμική ο Παναθηναϊκός με τις κινήσεις που θα κάνει, ώστε να μιλάμε για ένα καινούργιο και περισσότερο ενδιαφέρον – ανταγωνιστικό πρωτάθλημα. Αλλωστε, οι φετινοί πρωταθλητές απέκτησαν φέτος ένα επιπλέον πλεονέκτημα που δεν το είχαν άλλες χρονιές. Οι παίκτες που θα αναζητήσουν για να ενισχυθούν θα είναι πάλι από το λεγόμενο «πάνω ράφι», σε αντίθεση με τους άμεσους αντιπάλους τους, οι οποίοι και να θέλουν να ξοδέψουν υπερβολικά λεφτά, θα σκοντάψουν στην άρνηση ικανών παικτών να έρθουν εδώ, με δεδομένη τη συμμετοχή τους στο υποβαθμισμένο εξαρχής Conference League που θα το βλέπουν σαν οπισθοδρόμηση στην παραπέρα καριέρα τους. Είναι ένα κρίσιμο ζήτημα, που η έκτασή του θα φανεί μόλις θα αρχίσουν να ανακοινώνονται τα νέα μεταγραφικά αποκτήματα των ομάδων και θα γίνονται οι συγκρίσεις…
Ο Ολυμπιακός δεν πρόκειται να προχωρήσει σε βαθιές τομές και εντυπωσιακές αλλαγές. Δεν είναι της λογικής του προπονητή και δεν έχει λόγους να το κάνει. Και μόνο το γεγονός ότι «ανακάλυψε» λίγο πριν από το δεύτερο ματς με την Αρσεναλ το 3-4-3 και το εφαρμόζει από 'κει και πέρα με θρησκευτική προσήλωση, δείχνει ότι θα το ακολουθήσει και τη νέα σεζόν. Οι περισσότεροι θα θυμούνται τα δύο παιχνίδια απέναντι στους Αγγλους, στη φάση των «16» του Europa League. Στον πρώτο αγώνα εδώ, ο Πέντρο Μαρτίνς έπαιξε με το καθιερωμένο ως τότε 4-3-3 και έχασε με 3-1. Το μελέτησε, διαπίστωσε τα κενά του και στη ρεβάνς δοκίμασε νέο στήσιμο, με το οποίο προσεγγίζει, πλέον, όλους τους αγώνες από τη στιγμή που νίκησε με 1-0 στο «Εμιρεϊτς». Αποκλείστηκε, αλλά βρήκε την συνταγή με την οποία προχωράει από 'κει και πέρα.
Η ομάδα θα χρειαστεί, φυσικά, προσθήκες. Ενα από τα μειονεκτήματα της σεζόν που κλείνει ήταν η απουσία επιθετικών πλάγιων μπακ από τότε που έφυγαν ο Τσιμίκας με τον Ομάρ Ελαμπντελαουί. Παρά το βαρύ όνομα που κουβαλούσε, ο Ραφίνια αποδείχτηκε λάθος και αποχώρησε τον Ιανουάριο. Ο Λαλά που τον αντικατέστησε ήταν ανεπαρκής. Και μόνο ο Ρέαμπτσιουκ κατάφερε να καθιερωθεί στο αριστερό άκρο της άμυνας. Επίσης ο Ανδρούτσος, που παίζει στα τελευταία ματς πίσω και δεξιά, δεν βγάζει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και πολλές φορές δείχνει ικανός για το καλύτερο ή το χειρότερο ακόμη και στην ίδια φάση.
Στον δεύτερο γύρο του πρωταθλήματος άρχισε να φαίνεται επίσης πως ο Βαλμπουενά της επόμενης χρονιάς πιθανότατα δεν θα έχει σχέση με τον φετινό και τον περσινό. Τον Σεπτέμβριο πατάει τα 37 και λογικά θα έχει λιγότερες δυνατότητες προσφοράς σε σχέση με την εικόνα που αποκτήσαμε και έχουμε συνηθίσει. Μικρότερος χρόνος συμμετοχής, συχνότεροι τραυματισμοί, μεγαλύτερη αδυναμία να ανταποκριθεί αυτό που θέλει και ο ίδιος. Ο Φορτούνης θα πρέπει να παίζει περισσότερο χωρίς να μοιράζεται το κύριο βάρος στο δημιουργικό κομμάτι με τον Γάλλο, όπως γινόταν ως τώρα. Και φυσικά, το βάρος θα πέσει στην απόκτηση ενός χαφ – εξτρέμ με τα χαρακτηριστικά του Ποντένσε, ο οποίος από τότε που πήγε στην αγγλική Γουλβς, παραπάνω από φανερό ότι λείπει.
Τέλος, ένα βασικό ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αντικατασταθούν παίκτες που πιθανότατα θα πουληθούν επειδή θα έρθει μια ικανοποιητική προσφορά. Ο Σισέ ανέβασε το κασέ του στο γαλλικό πρωτάθλημα όπου έπαιξε τους τελευταίους μήνες με την Σεντ Ετιέν, δήλωσε μόνος του την τάση φυγής που τον διακρίνει, αλλά τα 13 εκατομμύρια τη ρήτρας που έχει μπει, μάλλον δεν θα βρεθεί ομάδα να τα δώσει. Για να πουληθεί πρέπει να ρίξει ο Ολυμπιακός τις απαιτήσεις του στα 10 και κάτω. Επίσης η ρήτρα του Σεμέδο βρίσκεται στα 12 εκατομμύρια ευρώ για την περίπτωση που υπάρξει αγοραστής. Πάντως, αν πάρει μεταγραφή, θα πρέπει να σχεδιαστεί ξανά η άμυνα σε νέα δεδομένα με βάση τα χαρακτηριστικά εκείνου που θα έρθει ως αντικαταστάτης. Δύσκολα θα φύγει και ο Σα, ο τερματοφύλακας με ρήτρα 15 εκατομμυρίων ευρώ όπως και ο Καμαρά – με 20 εκατομμύρια αυτός. Βλέπουμε, πως οι «αναντικατάστατοι» είναι δεμένοι τόσο γερά που η ομάδα, είτε θα τους κρατήσει, είτε θα γίνει… ακόμη πιο πλούσια, ψάχνοντας νέες φτηνές ευκαιρίες στην αγορά!