Το παλιό κλισέ στο ΝΒΑ αναφέρει ότι «η κανονική σεζόν είναι το “ζέσταμα” και τα πλέι οφ το πραγματικό μπάσκετ». Είναι τόσο παλιό όσο και το περίφημο σλόγκαν «I Love This Game» («Λατρεύω το παιχνίδι»). Συνήθως αποτελεί και χαρακτηριστικό. Για τους Μιλγουόκι Μπακς, από την άλλη, μοιάζει την τελευταία διετία ως μία μελαγχολική υπενθύμιση.
Τα «ελάφια» απόλαυσαν δύο καταπληκτικές regular season – στις οποίες ο Γιάννης Αντετοκούνμπο αναδείχθηκε MVP με ρεκόρ νικών 60-22 και 56-17. Όμως στα πλέι οφ απέτυχαν δις και μάλιστα «εκκωφαντικά». Στην τρέχουσα, μετά και την επέκταση του συμβολαίου του «Αντέτο» για πέντε χρόνια (αντί 228,2 εκατ.δολ.), είχαν υποσχεθεί στους εαυτούς τους να μην παίξουν «στα κόκκινα» για μία βαρετή και ανούσια κυριαρχία στην κανονική περίοδο.
Μονάχα που φέτος το «ζέσταμά» τους είναι ιδιαιτέρως «νωθρό». Και το ξεκίνημα προκαλεί τις πρώτες απορίες για το αν οι προσθήκες που πρόσφερε η διοίκηση στον «Greek Freak», θεωρητικά απαραίτητη προϋπόθεση για να υπογράψει, είναι ικανές να οδηγήσουν την ομάδα ως το τέλος του δρόμου και τον τίτλο.
Μετά την εντός έδρας ήττα από τους πρωταθλητές Λέικερς με 113-106 τα ξημερώματα της Παρασκευής (22/1), οι Μπακς «έπεσαν» σε ρεκόρ 9-6. Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρσι υπέστησαν την έκτη ήττα τους στον 38ο αγώνα της σεζόν και τα «παθήματά» τους στα ματς κόντρα σε διεκδικητές δεν έχουν γίνει «μαθήματα».
Εναντίον τεσσάρων μεγάλων αντιπάλων έχασαν τέσσερις φορές λόγω κακής αμυντικής αντίδρασης στο τρίποντο. Από τους Σέλτικς δέχθηκαν 18/40 (45%), από τους Τζαζ 25/53 (47,2%), από τους Νετς 15/31 (48,4%), ενώ οι Λέικερς σκόραραν 19/37, με ποσοστό 51,4%.
Η ομάδα του κόουτς Μπούντενχολζερ μπορεί να «προστατεύει» καλά τη ρακέτα της, αλλά περιφερειακά συνεχίζει να «πονάει». Κάτι αντίστοιχο έπαθαν οι Μπακς και στους περσινούς ανατολικούς ημιτελικούς από τους Μαϊάμι Χιτ, οι οποίοι τους εξέθεσαν στην άμυνα του τριπόντου. Αν και ακόμη νωρίς στη σεζόν, το ανησυχητικό για το Μιλγουόκι είναι πως εξακολουθεί να μην προσαρμόζεται στις συνθήκες που συναντά από συγκεκριμένους αντιπάλους...
Οι προσθήκες των Μπακς, επιπλέον, πλην μόνο του Τζρου Χόλιντεϊ (μ.ό. 15,6 πόντοι και 5,2 τελικές πάσες) δεν έχουν προσφέρει. Η «απάντηση» στην αποτυχημένη ανταλλαγή του Μπόγκνταν Μπογκντάνοβιτς ήταν ο Ντι – Τζέι Ογκουστιν, ο οποίος λαμβάνει 21 εκατ. για τρία χρόνια αλλά μετρά μ.ό. 5,6 πόντους με μόλις 33% στα σουτ. Οι Τόρεϊ Κρεγκ, Μπριν Φορμπς και Μπόμπι Πόρτις περνούν ακόμη απαρατήρητοι.
Η «φτωχή» ως τώρα παραγωγικότητα του πάγκου υποχρεώνει τον προπονητή των Μπακς να αφήνει για πολύ στο παρκέ τη βασική πεντάδα του. Ο Αντετοκούνμπο αγωνίζεται κατά μέσο όρο 32΄ (πέρσι ήταν στο παρκέ 30,4΄), και οι επιδόσεις του είναι πεσμένες. Ο «Giannis» καταγράφει 27 πόντους, 10,3 ριμπάουντ και 5,1 ασίστ, ενώ πέρυσι είχε αντιστοίχως 29,5, 13,1 και 5,6. Επιπροσθέτως έχει και το χειρότερο ποσοστό της καριέρας του στις βολές (58,3%), αν και πριν από τη σεζόν αναφέρθηκε ότι άλλαξε τη μηχανική του σουτ του...
Κατά τρία λεπτά περισσότερα παίζει ο Κρις Μίντλτον (μ.ό. 21,9 πόντους, αλλά με δημιουργία και ρεκόρ καριέρας με μ.ό. 5,7 ασίστ), ο οποίος αποδεικνύεται ότι κρατά πολύ περισσότερο τη μπάλα στα χέρια του και από τον Χόλιντεϊ. Η έλλειψη λύσεων αναγκάζει τον Μπούντενχόλζερ να επιλέγει την παραπάνω τριάδα παράλληλα στο 40,8% του συνολικού χρόνου της χρονιάς. Τη στιγμή που πέρσι, οι Αντετοκούνμπο, Μίντλτον και Μπλέντσο ήταν μαζί στο παρκέ μόνο στο 19,4% του χρόνου των Μπακς.
Η ως τώρα φετινή εικόνα των Μπακς δεν ενθουσιάζει, ωστόσο δεν πανικοβάλει τους ανθρώπους του. Εκτός κι αν επιμένουν να αρνούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, όπως την προηγούμενη διετία. Τα πάντα, άλλωστε, κρίνονται στα πλέι οφ.
Θεωρητικά, τα επόμενα δύο χρόνια θα «δείξουν» αν ο MVP του ΝΒΑ θα καταφέρει να νικήσει στη μικρή αγορά του Μιλγουόκι ή θα ψάξει ένα πιο «φανταχτερό» (και ανταγωνιστικό) μέρος για τον στόχο του τίτλου. Ή αν, όπως λένε οι επικριτές των ηγετικών ικανοτήτων του στις ΗΠΑ, απαιτήσει τελικά έναν δεύτερο «λαμπερό» σταρ στο πλάι του.