Ο Δημήτρης Μελισσανίδης, πέρα από έξυπνος και ικανός που είναι, ξέρει και μπάλα. Βλέπει ένα ματς και καταλαβαίνει περισσότερα απ’ όσα όλοι οι άλλοι πρόεδροι των μεγάλων ομάδων μαζί. Ομως, έχει πέσει σε μια παγίδα: Αρνείται να εκσυγχρονιστεί. Ζει και διοικεί περιχαρακωμένος σε περιβάλλον που ο ίδιος δημιούργησε. Σαν να βρίσκεται στο «δωμάτιο ΑΕΚ», ντυμένος με ένα παλιομοδίτικο κοστούμι που αρνείται να αλλάξει, με κλειστές τις πόρτες και τα παράθυρα, χωρίς την δυνατότητα να παρακολουθεί τι γίνεται απ’ έξω, ποιες είναι οι εξελίξεις στο ποδόσφαιρο και πού μπορεί να βρει ανθρώπους έτοιμους να συνεισφέρουν σε νέες ιδέες που θα βοηθήσουν την ομάδα να προχωρήσει.
Απόδειξη ότι έχει αποτύχει όχι μόνο στους προπονητές αλλά και στους ως τώρα τεχνικούς διευθυντές που διάλεξε και οι οποίοι, όπως αποδείχθηκε, το μοναδικό τους προσόν ήταν ότι έπαιξαν παλιότερα στην ομάδα: Λυμπερόπουλος (δύο φορές αυτός!), Ματιάσεβιτς, Μαϊστόροβιτς, Μιλοβάνοβιτς, Ιβιτς Κονέ. Προσλήφθηκαν με κριτήριο το αγωνιστικό τους παρελθόν και όχι με βάση την επάρκειά τους στο συγκεκριμένο δύσκολο και κρίσιμο πόστο. Αποτέλεσμα, να μην ξέρουν τις απαιτήσεις της θέσης και παράλληλα να μην έχουν τον πρώτο λόγο στις τελικές αποφάσεις. Γι’ αυτό βλέπουμε την ΑΕΚ να κυνηγά σε κάθε μεταγραφική περίοδο τα ίδια και τα ίδια ονόματα μεταξύ Βράνιες, Αραούχο, Σκόκο, ή Μπάρκα. Σκάουτινγκ μηδέν.
Ενώ, λοιπόν, το ποδόσφαιρο εξελίσσεται, ο ίδιος παραμένει προσκολλημένος στις παλιές αγαπημένες του εποχές, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με το μοντέρνο ποδόσφαιρο, τους μάνατζερ που ξέρουν την αγορά κι αν τούς δείξεις εμπιστοσύνη σε εμπιστεύονται κι εκείνοι, και σε ένα σωρό τέτοιες λεπτομέρειες οι οποίες στον Ολυμπιακό – για παράδειγμα - κάνουν τη διαφορά και τον έχουν εκτοξεύσει καμιά τριανταριά βαθμούς μπροστά από τους υπόλοιπους. Ως παράγοντας «παλαιάς κοπής», και από τη στιγμή που πληρώνει, θέλει να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο, μη αφήνοντας χώρο σε ανθρώπους που ξέρουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί πια ο ποδοσφαιρικός κόσμος.
Η φετινή πορεία της ομάδας έδειξε, ότι το πράγμα έχει φτάσει στο «δεν πάει άλλο». Η συνολική αποτυχία, αλλά κυρίως η αξιολύπητη εικόνα, δείχνει ότι για να ξαναγίνει ανταγωνιστική, θα πρέπει κάποιος ειδικός να την γκρεμίσει και να την χτίσει από την αρχή με νέα υλικά και σύγχρονες προδιαγραφές. Για παράδειγμα, κανείς από τους ποδοσφαιριστές που σήμερα θεωρούνται «βασικοί και αναντικατάστατοι» δεν μπορεί να έχει θέση στην ενδεκάδα που θα ξεκινάει ένα παιχνίδι, με εξαίρεση, ίσως, τον Γαλανόπουλο. Οι υπόλοιποι, είτε για πάγκο, είτε... προς την έξοδο. Και φυσικά, μια τέτοια εκ βάθρων ανανέωση, με ταυτόχρονη αναπροσαρμογή στόχων, δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη.
Χρειάζεται φρέσκα πρόσωπα, υπομονή τουλάχιστον για τρία χρόνια, επιμονή, προσήλωση στο νέο πλάνο, αταλάντευτη πορεία παρά τις πιθανές αποτυχίες που σίγουρα θα έρθουν στην αρχή, προσεκτικές προσθαφαιρέσεις στην πορεία με διόρθωση των τυχόν λαθών... Πάνω απ’ όλα προσεκτική επιλογή των ανθρώπων που θα τρέξουν το πρότζεκτ, αντί για το... «πονάει κεφάλι - κόβει κεφάλι», που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια με....θρησκευτική ευλάβεια και... εγγυημένη αποτυχία. Είναι ο μόνος τρόπος για να μπει το κλαμπ στο νέο γήπεδο έχοντας ζεστάνει τους οπαδούς, οι οποίοι δεν θα πάνε μόνο δυο - τρεις φορές για να το χαζέψουν και τέλος, αλλά θα αισθάνονται την ανάγκη να το γεμίζουν κάθε Κυριακή, ξέροντας ότι θα βλέπουν καλή ομάδα και όμορφο ποδόσφαιρο...