Συνεχίζει την ανοδική της πορεία η αγορά αυτοκινήτου με 44.406 ταξινομήσεις καινούριων ΙΧ τον Σεπτέμβριο και 104.516 «κομμάτια» συνολικά από την αρχή της χρονιάς, ωστόσο αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε ανέφελο περιβάλλον και δεν λείπουν οι προβληματισμοί σε σχέση με το τι θα μας επιφυλάξει το 2024.
Όπως και να το κάνουμε, δεν είναι μικρή υπόθεση να ανακοινώνονται από τον Σύνδεσμο Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων (ΣΕΑΑ) τα στατιστικά στοιχεία των πωλήσεων και να δείχνουν πως ο Σεπτέμβριος φέτος ήταν 32,5% πάνω σε σχέση με πέρυσι, ενώ στο σύνολο της χρονιάς η αύξηση φτάνει το 26%. Θα έλεγε κάνεις λοιπόν ότι αυτή είναι μία πολύ καλή εικόνα και ότι δικαιούμαστε να κάνουμε λόγο για θετική πορεία της αγοράς, ανοδική που μας φέρνει ήδη αρκετά μπροστά από το ψυχολογικό όριο των 100 χιλιάδων οχημάτων ετησίως (αφού ήδη έχουμε πιάσει τα 104 516) και να αρχίζουμε να κάνουμε συζητήσεις και… όνειρα για το πότε θα μπορέσουμε ξεπεράσουμε το άλλο μεγάλο ψυχολογικό - και όχι μόνο - όριο των 200 χιλιάδων οχημάτων, επιστρέφοντας στη δεκαετία του 2000. Τα πράγματα όμως δεν είναι απολύτως έτσι.
Ναι μεν είναι μία εικόνα θετική αυτή που περιγράφουμε, όμως περικλείει μέσα της και τις καθυστερημένες παραδόσεις οχημάτων, δηλαδή πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν την προηγούμενη χρονιά, το 2022, και οι οποίες έφτασε η ώρα να υλοποιηθούν με την παράδοση των αυτοκινήτων στους πελάτες και την ταξινόμηση τους. Αυτές τις ταξινομήσεις είναι που εμείς βλέπουμε στα στατιστικά στοιχεία του ΣΕΑΑ και για αυτό τον λόγο οι άνθρωποι της αγοράς δεν παύουν να υπενθυμίζουν ότι σε μεγάλο βαθμό (ή τέλος πάντων σε κάποιο βαθμό) είναι περσινή δουλειά και όχι φετινή αυτό που βλέπουμε το 2023.
Και είναι άραγε φέτος τα πράγματα άσχημα; Η απάντηση είναι και πάλι αρνητική - άσχημα τα πράγματα δεν είναι, ωστόσο η άλλη κρυφή αλήθεια είναι ότι η άνοδος των πωλήσεων τροφοδοτείται κυρίως από τις εταιρικές πωλήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν μέσα τους τα αυτοκίνητα που αγοράζουν τα rent-a-car (τα γραφεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων) και την αγορά αυτοκινήτων με leasing, που μπορεί και να προορίζονται για προσωπική χρήση, ωστόσο εδώ η πολλή δουλειά γίνεται στο πλαίσιο της ανανέωσης των εταιρικών στολών.
Το πρόβλημα, τώρα, το οποίο μπορεί να επισημάνει κάνεις έχει να κάνει κυρίως με τις «καθαρόαιμες» λιανικές πωλήσεις, αυτές που εξαρτώνται άμεσα από την τιμή αγοράς των αυτοκινήτων. Και στον τομέα αυτό βλέπουμε ότι τα τελευταία 2 χρόνια, ουσιαστικά δηλαδή λίγο μετά την έναρξη της πανδημίας του κορονοϊού έχουμε μπει σε μία διαδικασία συνεχών αυξήσεων των τιμοκαταλόγων των αυτοκινητοβιομηχανιών.
Το σε ποιο βαθμό αυτές οι αυξήσεις είναι δικαιολογημένες είναι κάτι που σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Ναι, βεβαίως, υπήρξε αύξηση των μεταφορικών, υπήρξε αύξηση του κόστους των πρώτων υλών, υπήρξαν και προβλήματα - τα γνωστά προβλήματα - με τους ημιαγωγούς, ήρθε και ο πόλεμος στην Ουκρανία και το κακό ολοκληρώθηκε. Όμως φαίνεται ότι τελικά οι αυξήσεις δεν έχουν να κάνουν αποκλειστικά και μόνο με αντικειμενικούς παράγοντες αλλά και με την πολιτική των εργοστασίων που θέλησαν και το στοκ των οχημάτων που διέθεταν να περιορίσουν, αλλά και το περιθώριο κέρδους τους να αυξήσουν.
Και μπορεί αυτές οι αυξήσεις να έκαναν, σε πρώτη φάση, καλό στους ισολογισμούς των αυτοκινητοβιομηχανιών ωστόσο φαίνεται ότι τώρα αρχίζει να εμφανίζεται μία κάμψη της ζήτησης στις λιανικές πωλήσεις. Και το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό δεν αφορά μόνο την αγορά της χώρας μας αλλά και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Προφανώς στην ελληνική αγορά αυτό είναι πιο έντονο αφού όπως είναι γνωστό η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων καταναλωτών δεν έχει καμία σχέση απολύτως με αυτή των Γερμανών. Δεν είναι τυχαίο που έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους κάποιες πρώτες, δειλές προσφορές με όφελος της τάξης των 2.000-3.000 ευρώ για τον αγοραστή.
Με τη γλώσσα των αριθμών τώρα βλέπουμε στον σχετικό πίνακα ότι το Σεπτέμβριο πουλήθηκαν σχεδόν 11.500 καινούργια ΙΧ, ενώ οι συνολικές πωλήσεις στο εννιάμηνο Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2023 άγγιξαν τις 105.000 οχήματα. Σημειώστε ότι αντίστοιχες αυξήσεις στην αγορά αυτοκινήτου είχαμε και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης όπως μπορείτε να δείτε και στον δεύτερο πίνακα που παραθέτουμε.
Όσον αφορά, τώρα, την κατανομή των πωλήσεων στην ελληνική αγορά έχουμε στην πρώτη θέση σταθερά την κατηγορία “Β” που στο σύνολο της (τα σουπερμίνι + τα Β-SUV) καταλαμβάνει το 50% της αγοράς περίπου, ενώ αμέσως μετά ακολουθεί η κατηγορία “C” (με τα τυπικά «μικρομεσαία» και τα C-SUV) της οποίας οι πωλήσεις αντιστοιχούν σχεδόν στο 31% της αγοράς. Σημειώστε δε ότι τα SUV της κατηγορίας “B” και της κατηγορίας “C” μαζί αντιστοιχούν σε πάνω από το 46% των ταξινομήσεων.