Είναι βέβαιο ότι ο ιστορικός του μέλλοντος, όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε το φανταστικό αυτό υποκείμενο που θέλουμε να αποδίδει με όρους κοσμικούς και ορθολογικούς και όχι μεταφυσικούς τη δικαιοσύνη σε κάποιο απώτερο μέλλον, θα αφιερώσει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στον τρόπο που συζητήσαμε το περασμένο Σάββατο το τυπικό τέλος της εποχής των μνημονίων.
Καταρχάς ο πολιτικός που πήρε την ιστορική απόφαση της προσφυγής στο ΔΝΤ διασώζοντας τη χώρα από τις περιπέτειες, έμεινε σιωπηλός. Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου που μέσα σε όλα κατάφερε μια σπάνια συσπείρωση της προοδευτικής μειοψηφίας που είδε στην κρίση την ευκαιρία για τη ριζική ανασυγκρότηση της χώρας, έμεινε σιωπηλός χωρίς να κάνει την παραμικρή δήλωση.
Βέβαια, ο κ. Παπανδρέου αποφεύγει να μιλάει δημοσίως για το θέμα που του εξασφάλισε μια θέση με θετικό πρόσημο στην ιστορία, ούτε στην ομιλία του στο τελευταίο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ αναφέρθηκε σε αυτή την περίοδο κι ας είναι το Καστελόριζο αυτό που διατηρεί συσπειρωμένους (και εξαιρετικά θυμωμένους) τους λίγους φανατικούς του οπαδούς.
Στο μήνυμά του ο πρωθυπουργός κατάφερε με πολύ προσεκτικές διατυπώσεις να καλύψει όλο τη δραματική αυτή περίοδο ισορροπημένα, κάνοντας την αυτοκριτική και της παράταξης του που με την απόφασή της να καταψηφίσει το 1ο πρόγραμμα διάσωσης γιγάντωσε το Αντιμνημόνιο περιβάλλοντάς το με το κύρος της Νέας Δημοκρατίας. Ως πολιτικός, ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης έχει «εξιλεωθεί» αρνούμενος να ψηφίσει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας έναν από τους αυτουργούς της χρεοκοπίας.
Το ΠΑΣΟΚ απολογήθηκε για την ιστορική του επιλογή και βρήκε την ευκαιρία να κάνει την κριτική του στην κυβέρνηση όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, το «μνημονιακότερο» κόμμα και το μόνο υπεύθυνο για το χρόνο που διήρκεσε η περίοδος αυτή, αυτό είπε τα αναμενόμενα. Εξάλλου στα σπίτια των κρεμασμένων δεν μιλάνε για σχοινί.
Το ενδιαφέρον, για εμάς, είναι ότι η μέρα αυτή απέτυχε να ενώσει εκ νέου όσους στηρίξαμε, τότε, από την αρχή την πολιτική που δικαιώθηκε, δηλαδή όσους στοιχηθήκαμε στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Ακόμα και το Μένουμε Ευρώπη έχει ξεθωριάσει προ πολλού ως κοινό σημείο αναφοράς. Μπορεί να συναντήθηκε στις κάλπες του 2019 αλλά όπως όλα δείχνουν, τουλάχιστον για την ώρα, η 7η Ιουλίου εκείνης της χρονιάς όρισε και το τέλος του.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη τοποθετήθηκε με περισσή αυταρέσκεια απέναντι σε αυτή την ελαφρώς ετερόκλητη ομάδα πολιτών που την ένωσε η αγωνία για τη διατήρηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου της χώρας και η επιθυμία η Ελλάδα «να αλλάξει πίστα» υπερβαίνοντας τους πρόσφατους διχασμούς.
Βέβαια, είναι πραγματικά εντυπωσιακό ως πολιτικό φαινόμενο ότι το Αντισύριζα έμεινε ζωντανό μέχρι και το τέλος του 2020, αλλά η κυβέρνηση αντί να προσπαθήσει να το υπερβεί, όπως είχε υποσχεθεί, το υποδαύλισε οργανωμένα και συστηματικά γιατί πίστεψε ότι το Αντισύριζα από μόνο του θα ήταν αρκετό για να κρατήσει τον κόσμο αυτό ενωμένο γύρω της. Λάθος εκτίμηση.
Σήμερα στη Βουλή ανοίγει ένα νέο πολιτικό κεφάλαιο για την κυβέρνηση. Της δίνεται η ευκαιρία να επανασυσπειρώσει γύρω της τους πολίτες που το 2019 της έδωσαν την αυτοδυναμία, αλλά με διαφορετικούς, γνήσια πολιτικούς όρους. Έχουν ήδη γραφτεί πολλά για όσα η κυβέρνηση πρέπει να κάνει για να υπερβεί την πολιτική κρίση που δημιούργησε το θέμα των υποκλοπών. Το θέμα δεν εξαντλείται στην πολιτική επιβίωση της κυβέρνησης αφού το «σκιάχτρο» του Αντισύριζα έχει, πλέον, ξεθωριάσει.
Το θέμα δεν είναι να επιβιώσει απλώς η κυβέρνηση, αλλά να διατηρηθεί ζωντανό το πολιτικό αίτημα της εκλογής της που δεν είναι άλλο από το να πορευτούμε, ενωμένοι, μπροστά.
Η πραγματική πρόκληση για τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη προσωπικά είναι να σταθούν εκ νέου στη σωστή πλευρά της Ιστορίας.