Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη
Κάποτε, ο Βάλτερ Ρερλ, ένας από τους σημαντικότερους οδηγούς του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Ράλι, είχε πει «δεν μπορείς να μεταχειρίζεσαι το αυτοκίνητο όπως έναν άνθρωπο. Το αυτοκίνητο χρειάζεται αγάπη». Ο αιρετικός αυτός αφορισμός βρήκε, ίσως, την ιδανική του έκφραση στο «Κατσαριδάκι» ή «Σκαραβαίο», όπως συνήθως το αποκαλούμε στην Ελλάδα. Το θρυλικό «Σκαθάρι», το πρώτο αυτοκίνητο της γερμανικής βιομηχανίας που πάνω του χτίστηκε το ποιοτικό του «Made in Germany», αυτό που αγαπήθηκε όσο ελάχιστα, καθώς είναι το βιομηχανικό προϊόν με τη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια παραγωγής και τον μεγαλύτερο αριθμό οχημάτων υπό την ίδια πλατφόρμα.
Το «αυτοκίνητο του λαού», το «φτηνό» σχεδιαστικό δημιούργημα του Φέρντιναντ Πόρσε, που έδωσε σάρκα και οστά στην ιδέα του Αδόλφου Χίτλερ και το οποίο στην πορεία του χρόνου και τα ανεπανάληπτα παιχνίδια του έγινε σύμβολο της αντικουλτούρας των χίπις, αλλά και αστικός θρύλος. Το τετράτροχο με τις «γυναικείες καμπύλες», που ανάγκασε τον Χάιντς Χάινριχ Nόρντοφ, ιστορικό τιμονιέρη της Volkswagen, να καταφύγει στο ριψοκίνδυνο «αυτό το αυτοκίνητο έχει προσωπικότητα, σαν να έχει δικό του μυαλό!», σε μια προσπάθεια να απαθανατίσει το διαφορετικό, το ξεχωριστό, αλλά και τον ανώνυμο μερακλή να χωρίσει τη γυναίκα του όταν αυτή, με περισσό θράσος, του ζήτησε να το πουλήσει.
Το αυτοκίνητο που η φήμη και η ιστορία του γιορτάζονται παγκοσμίως ακόμα και με την καθιέρωση Παγκόσμιας Ημέρας «Σκαραβαίου» -στις 22 Ιουνίου κάθε χρόνου- ως ένδειξη τιμής και λατρείας για ένα από τα «αυτοκίνητα του αιώνα»- μαζί με το «Ford T», το κλασικό «Mini» και το «Citroen DS»- μέχρι το 2003, οπότε βγήκε από τη γραμμή παραγωγής στο Μεξικό το τελευταίο «κλασικό» μοντέλο, είχε πουλήσει περισσότερα από 21 εκατομμύρια κομμάτια, καθιστώντας το ως ένα από τα μπεστ-σέλερ της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας. Και από τότε, παρά τον «εκσυγχρονισμό» του, με τον τερματισμό του «όλα πίσω και τη μεταφορά του κινητήρα στο μπροστινό μέρος, ακόμα περισσότερα.
Η αγάπη του κόσμου αντικατοπτρίζεται, πέρα από τις πωλήσεις, στα χαϊδευτικά ονόματα που του έδωσε. «Καμπούρης» στην Πολωνία, «Βάτραχος» στο Ιράκ, «Ψύλλος» στο Μεξικό, «Φούσκα» στη Φινλανδία και τη Νορβηγία, «Χελώνα» στη Βολιβία, τη Βουλγαρία και την Τουρκία, «Κατσαριδάκι» στη Γουατεμάλα και τις Ονδούρες. Αλλά και στο Χόλιγουντ, όπου πρωταγωνίστησε στη σειρά ταινιών της Ντίσνεϊ, κόβοντας με το καλημέρα, εισιτήρια αξίας 51εκατομμυρίων δολαρίων, εν μέσω κοινωνικών κλυδωνισμών και ψυχεδελικών ψευδαισθήσεων, στο λίκνο του καπιταλισμού που ζούσε τις μέρες των «παιδιών των λουλουδιών», της αντίδρασης και του αντικομφορμισμού. Ο «Herbie the Love Bag», το «κατσαριδάκι» με το νούμερο 53 στο καπό, ένα «ζωντανό» αυτοκίνητο, με «καρδιά και νου», που επιλέγει στην ουσία τον οδηγό του και σαγηνεύει τα καλύτερά μας χρόνια, στα θερινά τα σινεμά. Αλλά και την ψυχή ανθρώπων κάθε ηλικίας που στο πλέον αναγνωρίσιμο «πρόσωπο» της αυτοκινητοβιομηχανίας, στο αντισυμβατικό και πρωτότυπο σχήμα του, αναγνωρίζουν άλλοι το σύμβολο της νιότης και της αιώνιας επανάστασης, έστω και στην καλτ εκδοχή της, κι άλλοι έναν διαχρονικό, αξιόπιστο σύντροφο, την ίδια την απόλαυση της απλότητας, που, μ'' έναν μαγικό τρόπο, μεταλλάσσεται σε κοινωνική αναγνώριση.
«Ο ''''Σκαραβαίος'''' είναι όλη μου η ζωή, είναι μες στην καρδιά μου, είναι η ιστορία μου. Τον φροντίζω όπως φροντίζω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, όλος ο κόσμος αν αλλάξει, το αμάξι μου δεν το αλλάζω. Ο κόσμος στον δρόμο με χαιρετάει και αυτή είναι η απόλαυσή μου», θα σου πουν άνθρωποι που το αγόρασαν και το συντηρούν ως θησαυρό, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτει ούτε air condition ούτε υδραυλικό τιμόνι. Σχεδόν όλοι του δίνουν και ένα όνομα, του μιλάνε, κι αυτό, κατά πώς λένε, ακούει, ακόμα κι όταν, τα κρύα πρωινά του χειμώνα, «αργεί να πάρει».
Το προπαγανδιστικό «Αυτοκίνητο ισχύς μέσω χαράς» (Kraft durch Freude-Wagen, όπως ήθελε να το αποκαλεί ο Φίρερ που, στο πλαίσιο της «εκμηχάνισης του λαού», αγωνιούσε να προσφέρει ένα «τυράκι» στο πόπολο, κόστους κάτω των 1.000 μάρκων της εποχής, ήτοι 250 δολαρίων) που καμιά βρετανική αυτοκινητοβιομηχανία δεν θέλησε να συνεχίσει να κατασκευάζει μετά τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο -διότι θεώρησαν ότι τα αυτοκίνητα με τον κινητήρα πίσω δεν θα είχαν μέλλον, παρά το γεγονός ότι τους δίνονταν «τσάμπα», ως πολεμική αποζημίωση-, αυτό που ακόμα και οι οραματιστές της «Φορντ» εκτίμησαν ότι ουδείς θα αγόραζε, λόγω της ασχήμιας του -«μικρό σκατόκουτο» το αποκαλούσαν- μετά από πολεμικό όχημα στα μέτωπα από τη Ρωσία ώς την Αφρική, αντίπαλος αργότερα του αμερικανικού Jeep, κατάφερε να διαψεύσει τους πάντες, εκτός φυσικά από τους ιδιοκτήτες του, και μέσα σε ελάχιστα χρόνια να μετατραπεί στο σύμβολο του μεταπολεμικού γερμανικού οικονομικού θαύματος, στην υλοποίηση του ονείρου της απόκτησης ενός τετράτροχου, στον εκφραστή του εκδημοκρατισμού της αυτοκίνησης, με πωλήσεις που έφτασαν το ένα εκατομμύριο στις 5 Αυγούστου του 1955. Πωλήσεις που εκτοξεύτηκαν περαιτέρω στη συνέχεια, με τη λίστα αναμονής να είναι αρκετοί μήνες όταν η ζήτηση κορυφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ''60. Σημειώνοντας παγκόσμια επιτυχία, γεγονός επίσης πρωτόγνωρο μέχρι τότε. Είναι ενδεικτικό ότι, στη συνέχεια, εργοστάσια παραγωγής υπήρχαν σε είκοσι χώρες, σε όλες τις ηπείρους, εκτός από την Ανταρκτική.
Το αμάξι των ρεκόρ
Επιτυχία ιστορική, μιας και κατέρριψε το ρεκόρ του «Ford T». Επιτυχία διαταξική με τη βεντάλια των επιβαινόντων να ξεκινά από τετραμελείς κλασικές οικογένειες και να φτάνει μέχρι εργένηδες που στέγαζαν σ'' αυτό τους έρωτές τους. Υπό το ασίγαστο κροτάλισμα ενός κινητήρα σε απευθείας σύνδεση με το υποσυνείδητο, το θυμικό και το συναίσθημα. Από μικροαστικές βόλτες στην εξοχή μέχρι αναρχο-αυτόνομους «μπάφους» και υπερβολές, όπως ο διάπλους των Στενών της Μεσίνα ή του Κόλπου του Χονγκ Κονγκ με «Σκαθάρια» που... επέπλεαν. Η πτήση με αεροσκάφος που έφερε 1.600άρα μηχανή «Σκαραβαίου» και πέταξε με 200 χιλιόμετρα την ώρα. Τα οκτώ πειραγμένα «Κατσαριδάκια» που τερμάτισαν στις αντίστοιχες πρώτες θέσεις του Ράλι Γύρος της Αυστραλίας, το 1958. Αυτά που επί 16 συνεχείς ημέρες διέτρεχαν τους νέους ιταλικούς αυτοκινητόδρομους το 1959, με μέση ωριαία ταχύτητα 110 χιλιόμετρα. Ίσως, γι'' αυτό η Volkswagen, εκεί γύρω στο 1950, πήρε γρήγορα πίσω την προσφορά ενός χρυσού ρολογιού στους ιδιοκτήτες «Σκαραβαίου» που θα κατάφερναν να υπερβούν τα 100.000 χιλιόμετρα χωρίς σημαντικές μηχανικές βλάβες. Με το ρεκόρ αυτοκινητιστικής αντοχής να καταγράφεται στο βιβλίο Γκίνες από έναν Καλιφορνέζο που διήνυσε 2.434.575 χιλιόμετρα, φυσικά με ένα «Σκαθάρι». Αντοχή που συνδυάστηκε με την αισθητική, ακόμα και των ειδικών. Όπως ο διάσημος Ιταλός σχεδιαστής Πινινφαρίνα, από τον οποίο ζητήθηκαν βελτιωτικές προτάσεις, και δήλωσε: «Μα, είναι τόσο όμορφο όπως είναι!», περιοριζόμενος στη διεύρυνση κατά ελάχιστα εκατοστά των πίσω τζαμιών.
Κι όμως, πριν από λίγες μέρες, ο επικεφαλής του Τμήματος Έρευνας και Ανάπτυξης της Volkswagen ανακοίνωσε πως η γερμανική φίρμα δεν σκοπεύει να ανανεώσει την κυκλοφορία του «Σκαθαριού», ότι δεν πρόκειται να το αντικαταστήσει με μια διάδοχη έκδοση. Έτσι, ο θρύλος θα αποσυρθεί οριστικά από την παραγωγή το 2021. ''Η μήπως όχι; Παντοτινά δεν είναι μόνο τα διαμάντια. Είναι και τα «Σκαθάρια». Κι αυτό το ξέρουν όλοι όσοι γνωρίζουν τι σήμαινε σκαραβαίος στην αρχαιότητα. Όλοι όσοι πιστεύουν ότι χωρίς τα σκαθάρια ο πλανήτης θα ήταν μια υπέρθερμη μπάλα κοπριάς. Εξάλλου, οι original σκαραβαίοι βρίσκουν τον δρόμο τους ακόμα και τη νύχτα, με μπούσουλα τον Γαλαξία, ως τα μόνα έντομα που βλέπουν τρισδιάστατα. Αλλά γι'' αυτό θα μιλήσουμε σε ένα άλλο cover story, αφού, τώρα, απολαύσουμε ακόμη μία βόλτα με το τετράτροχο αντικείμενο του πόθου.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 19ης Σεπτεμβρίου