Της Αγγελικής Κώττη
Η Ελλάδα θα αδράξει την ευκαιρία του Brexit και θα πιέσει για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, λένε διάφορες εφημερίδες, ανάμεσα στις οποίες, εσχάτως, και ο «Independent». «Το Brexit αναζωπυρώνει τη διαμάχη για τα Γλυπτά του Παρθενώνα» τιτλοφορεί το άρθρο της η εφημερίδα. Λόγια, λόγια. Χωρίς κανένα αντίκρισμα. Διότι, με μια επιστολή της τέως υπουργού Πολιτισμού Λυδίας Κονιόρδου προς τη Βρετανή ομόλογό της τίποτα δεν αναζωπυρώνεται, επειδή με μια επιστολή τίποτα δεν κινείται. Κι όμως, η Ελλάδα θα μπορούσε να ασκήσει πιέσεις και να αναθερμάνει το ζήτημα, εάν και εφόσον το ήθελε η ελληνική κυβέρνηση. Μέχρι τώρα δεν έχουμε διαπιστώσει κάτι τέτοιο.
Μια αποκάλυψη της βρετανικής εφημερίδας «The Art Newspaper» (Τα Νέα της Τέχνης) είναι πολύ σημαντική, καθώς καταρρίπτει ακόμη ένα από τα σαθρά επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου. Έως τώρα, ο βρετανικός κολοσσός έλεγε αρχικά πως η ατμόσφαιρα στην Αθήνα είναι μολυσμένη. Με την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων και τη μεταφορά κι άλλων γλυπτών στο Μουσείο Ακρόπολης, το επιχείρημα αυτό ακυρώθηκε. Σετάκι πήγαινε και το άλλο επιχείρημα, ότι και αν σας τα δώσουμε δεν έχετε πού να τα βάλετε. Χτίστηκε με τα πολλά το Μουσείο Ακρόπολης και πάει κι αυτό. Τρίτος λόγος για τη μη επιστροφή, είναι ότι θα αδειάσει το Βρετανικό Μουσείο. Επί υπουργίας Ευάγγελου Βενιζέλου η Ελλάδα έκανε πρόταση για την αποστολή περιοδικών εκθέσεων επιπέδου, οι οποίες θα ανανεώνονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Το Βρετανικό Μουσείο απάντησε απορριπτικά. Η πραγματικότητα είναι πως ούτε αυτές χρειάζεται. Είναι αύταρκες.
Η «Art Newspaper» το επιβεβαιώνει. Οι υπόγειες αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου, αυτές που παραμένουν εδώ και μια δεκαετία κλειστές στο κοινό, διαθέτουν χιλιάδες αρχαιότητες από την Ασσυρία, την αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη, ενημερώνει τους αναγνώστες της η εφημερίδα. Αλλά δεν υπάρχει σχέδιο να ανοίξουν ξανά, επειδή απαιτούνται μεγάλα κονδύλια, που δεν υπάρχουν. Όλοι κάνουν σαν να έχει ξεχαστεί η ύπαρξη των οκτώ αιθουσών. Χτισμένες στα τέλη του 19ου αιώνα, οι αίθουσες ήταν ενιαίες με τις από πάνω τους, που είχαν διπλό ύψος. Στη δεκαετία του ''60, κόπηκαν στη μέση οριζοντίως και έτσι μετατράπηκαν σε υπόγειες. Το 2006 έκλεισαν όλα τα υπόγεια, γιατί είχαν προβλήματα πρόσβασης - χωρίς ανελκυστήρες, δεν ήταν προσβάσιμα σε όλους, και επίσης, το μουσείο ανησυχούσε για την εκκένωσή τους σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Ήρθε και η εξοικονόμηση μισθών, επειδή «κόπηκαν» οι φύλακες, που πλέον ήταν αχρείαστοι, και το κακό ολοκληρώθηκε. Τώρα, άλλα εκθέματα είναι στη θέση τους και άλλα αποθηκευμένα σε ξύλινα πάνελ, στο έδαφος.
Έξι από τις υπόγειες αίθουσες ήταν αφιερωμένες στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, και έχουν αρχιτεκτονικά μέλη, κλασικές επιγραφές, υλικό από την πρώιμη Έφεσο, ρωμαϊκή γλυπτική και ρωμαϊκά πορτρέτα. Μεγάλα γλυπτά είναι επισκέψιμα μόνο με ραντεβού και μόνο για τους ειδικούς επιστήμονες. Ο διευθυντής Χάρτγουικ Φίσερ και οι συνεργάτες του εργάζονται τώρα πάνω σε ένα πολύ φιλόδοξο γενικό σχέδιο για την επανεγκατάσταση του μεγαλύτερου μέρους της συλλογής, διαδικασία που θα διαρκέσει χρόνια και ενδεχομένως δεκαετίες. Όμως ακόμα και σε αυτό το μάστερπλαν, δεν έχουν χώρο οι αρχαιότητες στα υπόγεια. Πιθανώς οι αίθουσες να χρησιμοποιηθούν για αποθήκευση.
Διαθέτει, λοιπόν, το Βρετανικό Μουσείο, αρχαίες ελληνικές αρχαιότητες, τις οποίες μέχρι πριν από μια δεκαετία παρουσίαζε σε έκθεση. Μπορεί να μην είναι του μεγέθους των γλυπτών του Φειδία, αλλά είναι σημαντικά. Διαθέτει, επίσης, αρχαιότητες στις αποθήκες του, όπως όλα τα μουσεία του κόσμου. Τέλος, η ελληνική πρόταση θα έπρεπε να επαναληφθεί και να ισχύει. Ούτε αυτό έγινε, ούτε και γνωρίζουμε τη θέση της νέας υπουργού Πολιτισμού Μυρσίνης Ζορμπά επί του ζητήματος επιστροφής των Γλυπτών. Έχουν περάσει τρεις εβδομάδες και, βασικά, δεν γνωρίζουμε τη θέση της για τίποτα. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταφέρει σε αυτό το εθνικό θέμα, που όλοι οι προηγούμενοι υπουργοί Πολιτισμού χειρίζονταν ομόθυμα, να ισχύει η άποψη του εκάστοτε υπουργού. Ε, λοιπόν, ας τη μάθουμε.
Το βέτο και η κουλτούρα των συνεργασιών
Ένα βέτο της Ελλάδας κατά τη διαδικασία του Brexit θα μπορούσε να φέρει την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, λένε όσοι ελαφρά τη καρδία επιχειρούν να ασχοληθούν με το θέμα, αλλά το κάνουν εντελώς επιδερμικά. Παραγνωρίζουν έτσι πως ένα τέτοιο θέμα δεν λύνεται παρά με διάλογο, όπως επιχειρεί η χώρα μας χρόνια τώρα. Επιλέγουν να αγνοήσουν, επίσης, το σημαντικότερο. Σιγά μην έβαζε βέτο η Ελλάδα για τα Παρθενώνια Γλυπτά (και σιγά μην έβαζε βέτο γενικά, αλλά ας το αφήσουμε αυτό).
Η βρετανική κυβέρνηση μπορεί να κρύβεται με επιτυχία, όχι πίσω από το δάχτυλό της, αλλά πίσω από το Βρετανικό Μουσείο. Ενώ είναι σαφές πως η απόφαση για την επιστροφή (ή για τη μη επιστροφή) θα είναι, εν τέλει, πολιτική, η κυβέρνηση προσποιείται πως δεν μπορεί να υπερκεράσει το μουσείο. Παρότι τα έργα του Φειδία, που έκλεψε από την Ελλάδα ο λόρδος Έλγιν τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα αγοράστηκαν από τον άρπαγα με χρήματα και απόφαση του Βρετανικού Κοινοβουλίου, το Βρετανικό Μουσείο, στο οποίο δόθηκαν στη συνέχεια, βγαίνει μπροστά σε κάθε περίσταση και λέει «οι επίτροποι (trustees) δεν συμφωνούν και άρα δεν τα δίνω». Οχυρώνονται πίσω από τον κανονισμό του μουσείου, που δεν επιτρέπει επιστροφές και αποκρύπτουν, όπως είναι λογικό, ότι αν θέλει η κυβέρνηση, τα πάντα μπορούν να γίνουν.
Η ελληνική πλευρά τα τελευταία χρόνια επιμένει να τηρεί μια πολιτική που περιπλέκει περισσότερο τα πράγματα. Ζητεί από τη διακυβερνητική επιτροπή για την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσής τους της UNESCO τη διαμεσολάβηση -και ορθά- χωρίς να κλείνει τον δρόμο προς το επιχείρημα το οποίο γνωρίζουμε ότι οι αντίπαλοι θα καταθέσουν αμέσως: η κυβέρνηση είναι αναρμόδια, αρμόδιο είναι το Βρετανικό Μουσείο. Μάλιστα. Πώς θα μπορούσε να παρακαμφθεί ο μόνιμος ισχυρισμός; Βάζοντας στη διαπραγμάτευση και το Μουσείο Ακρόπολης, έτσι που να είναι δυνατή η συνέχιση του διαλόγου, ο οποίος, στην ουσία αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται.
Κακό και στο διαρκές αίτημά μας και στα μουσεία μας κάνει το συνεχιζόμενο εμπάργκο της Ελλάδας προς το Βρετανικό Μουσείο. Κανένα κρατικό μουσείο μας δεν συνεργάζεται με εκείνο, ούτε και εκείνο με κανένα κρατικό μουσείο μας. Το εμπάργκο είχε επιβληθεί από την εποχή της Μελίνας Μερκούρη, ως μέσο πίεσης, όταν ξεκίνησε η καμπάνια για τη διεκδίκηση. Θα έπρεπε να έχει αρθεί εδώ και πολλά χρόνια, διότι δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης. Η Ελλάδα πρέπει να έχει κουλτούρα συνεργασιών και να την επιδεικνύει. Σε κάθε περίπτωση, το Βρετανικό είναι ένα μεγάλο, παγκόσμιο μουσείο και δεν επιτρέπεται να μην έχουμε σχέσεις. Θα έπρεπε να τις επιδιώκουμε, αφού σε κάθε περίπτωση το καλό κλίμα βοηθά, ενώ το κακό βλάπτει.
Τα τελευταία χρόνια, τέλος, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, έχουν ατονήσει οι δραστηριότητες των επιτροπών υποστήριξης του αιτήματός μας ανά τον κόσμο. Κάποια στιγμή έγινε μια συγκέντρωση στην Αθήνα, ειπώθηκαν μεγάλα λόγια και εκεί έμειναν όλοι. Ενώ θα έπρεπε να χαραχθεί μια νέα πολιτική, αναγκαία ύστερα από την απόφαση των Βρετανών να απορρίψουν τη διαμεσολάβηση της UNESCO. Πάντως, σε αυτόν τον αγώνα η στήριξη και η δράση των επιτροπών είναι αναγκαίες.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 25ης Σεπτεμβρίου