Της Αγγελικής Κώττη
Κάτω από τα βάθρα τους, σε λάκκους που σκάφτηκαν υπό τα δάπεδα αιθουσών ή σε αυλές μουσείων, σε σπηλιές γύρω από την Ακρόπολη, σε πηγάδια, έκρυψαν οι πρόγονοί μας τους μεγαλύτερους θησαυρούς της Ελλάδας: Τις αρχαιότητές της.
Γνωστή ως «η απόκρυψη των αγαλμάτων», η μεγάλη επιχείρηση που έγινε συντεταγμένα από το ελληνικό κράτος αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, αποτελεί μια κορυφαία πράξη της ελληνικής αρχαιολογίας. Με ταχύτητα, με σύστημα, μεθοδικά, με τάξη και με απόλυτη τήρηση διαδικασιών και πρακτικών, οι αρχαιολόγοι και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι φρόντισαν να κρύψουν χιλιάδες ευρήματα που σώθηκαν με αυτό τον τρόπο από τις αρπαγές των κατακτητών.
Η Ελλάδα αποφάσισε ταχύτατα να προστατεύσει αποτελεσματικά -όπως φάνηκε και εκ του αποτελέσματος- τους πολιτιστικούς θησαυρούς της. Ανά μουσείο είχαν συσταθεί επιτροπές απόκρυψης στις οποίες συμμετείχαν δικαστικοί, πανεπιστημιακοί και δημόσιοι λειτουργοί, με επικεφαλής κάποιον αρχαιολόγο. Με οργανωμένο τρόπο λοιπόν, και υπό την εποπτεία αυστηρών και σοβαρών επιτροπών παρακολούθησης, με τήρηση πλήρων πρακτικών απόκρυψης, η πλειονότητα των αρχαιοτήτων μεταφέρθηκε σε ασφαλή καταφύγια από τα τέλη του έτους 1940 και μέχρι τον Απρίλιο του 1941. Και σώθηκε! Πολλά από όσα δεν κρύφτηκαν, έγιναν αντικείμενο κλοπών και καταστροφών κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής που ακολούθησε. Σε καταστροφές και κλοπές προέβησαν και οι Βούλγαροι, σε ζώνες όπου υπήρχε τριπλή κατοχή. Μέχρι σήμερα αγνοείται η τύχη πολλών αρχαιοτήτων από όσες διερπάγησαν ή ανασκάφτηκαν παράνομα.
Η επιχείρηση ξεκίνησε με σκοπό να προφυλαχθούν τα αρχαία από τους βομβαρδισμούς και τους άλλους κινδύνους του πολέμου και αποδείχθηκε σωτήρια κίνηση μετά τη γερμανική εισβολή. Με τη λήξη του μεγάλου πολέμου μια άλλη οδύσσεια ξεκίνησε, αυτή της αποκατάστασης των αντικειμένων και της εκ νέου έκθεσής τους στις γεμάτες σιωπηλή προσμονή αίθουσες των μουσείων. Το μακρόχρονο και κοπιώδες έργο της ανασυγκρότησης και επανέκθεσης των αρχαιοτήτων ολοκληρώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του μετά τον εμφύλιο, που ακολούθησε την απελευθέρωση από τους Γερμανούς.
Πλούσιο φωτογραφικό υλικό από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, που βρίσκεται στο αρχείο του, παρουσιάζει μεγάλες στιγμές από την απόκρυψη των αγαλμάτων. Μεγάλα γλυπτά μετακινήθηκαν με προσοχή από τη θέση τους και τοποθετήθηκαν κάτω από τα δάπεδα του μουσείου, σκεπάστηκαν και πάλι με χώμα και κατόπιν τα δάπεδα έκλεισαν, φυλάσοντας το μυστικό μέχρι το τέλος. Τα χρυσά τα έκρυψαν στα υπόγεια του θησαυροφυλακίου της Τράπεζας της Ελλάδος. Κανείς δεν μαρτύρησε πού κρύβονταν τα αγάλματα, αν και οι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν κίνδυνο ακόμα και της ζωής τους. Όταν τους ρωτούσαν οι κατακτητές πού βρίσκονται, απαντούσαν σιβυλλικά «στη γη».
Επίσης, όταν οι Γερμανοί ζητούσαν να ανασυρθούν από τις άγνωστες για εκείνους κρύπτες και να γίνουν εκθέσεις, οι Έλληνες ηρωικοί υπάλληλοι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου έλεγαν με θάρρος πως ο λαός πεινάει. Το φρόνημά του είναι πολύ πεσμένο, επομένως το τελευταίο που επιθυμεί είναι οι αρχαιολογικές εκθέσεις. Οι δικαιολογίες, παραδόξως, φύλαξαν και τους ανθρώπους και τις αρχαιότητες σώους και αβλαβείς.
Η μεγάλη αυτή εποποιία αγκάλιασε σχεδόν όλα τα μουσεία της χώρας, από τους Δελφούς και την Ολυμπία μέχρι τη Θεσσαλονίκη, τη Σπάρτη και τα ελληνικά νησιά. Από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές του κολοσσιαίου αυτού έργου ήταν οι αρχαιολόγοι Χρήστος και Σέμνη Καρούζου, ο Γιάννης Μηλιάδης και ο Αντώνης Κεραμόπουλος. Συμμετείχαν, όμως, όλοι οι εν ενεργεία αρχαιολόγοι - ανάμεσά τους ένας Άγγλος και, τι ειρωνεία, ένας Γερμανός!
Για το ντοκιμαντέρ «The hide» («Η απόκρυψη») ο Βασίλης Κοσμόπουλος είχε μιλήσει με τον Σπύρο Ιακωβίδη. «Τον Οκτώβριο του 1940, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, μόλις είχα εγγραφεί στο πανεπιστήμιο, πρωτοετής φοιτητής», θυμόταν ο ακαδημαϊκός. «Η απόκρυψη είχε ήδη αρχίσει κι εγώ προσέφερα την εθελοντική μου εργασία. Με έβαλαν σε μια από τις αποθήκες όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω Ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί. Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι Ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Ομως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα… Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε, και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα έφραζαν με τσουβάλια από άμμο. Με αυτόν τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή».
Στο βιβλίο του ακαδημαϊκού και γενικού γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Βασίλειου Χ. Πετράκου, με τίτλο «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944» εξιστορείται αυτός ο συγκλονιστικός αγώνας δρόμου, η μεγάλη περιπέτεια, και διάφορες πτυχές της, όπως και περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Άγνωστος ο αριθμός των αρχαιοτήτων που έκλεψαν οι κατακτητές
Τόσες δεκαετίες μετά, η Ελλάδα ακόμα δεν έχει βρει άκρη ως προς το πόσες αρχαιότητές της εκλάπησαν ή καταστράφηκαν από τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Στην αρχαιολογική υπηρεσία δεν υπάρχει κάποια διεύθυνση ή έστω τμήμα ή υπάλληλος, που να γνωρίζει τι ακριβώς από όσα έχει καταγραφεί πως άρπαξαν τα στρατεύματα κατοχής έχει επιστρέψει και τι όχι.
Ο ακριβής αριθμός δεν είναι το μόνο που αγνοεί η Ελλάδα. Εκατοντάδες αρχαιότητες που εκλάπησαν από τους κατοχικούς στρατούς, δεν γνωρίζουμε καν σε ποιων την κατοχή βρίσκονται. Ως λάφυρα πολέμου κατασχέθηκαν από τους αντιπάλους ή πωλήθηκαν από τους στρατιώτες κατά παράβαση κάθε διεθνούς έννοιας δικαίου. Αλλά και από τα καταγεγραμμένα, δεν γνωρίζουμε τι από όσα οι αρχαιολόγοι εκείνης της εποχής μαρτυρούν, έχει επιστραφεί. Τόσα χρόνια μετά, ουδείς εκ των αρχαιολόγων, αρχαιοφυλάκων, συντηρητών κ.λπ., που προστάτεψαν με κίνδυνο της ζωής τους τις αρχαιότητες ή έκαναν τις καταγραφές κλοπών, καταστροφών, λαθρανασκαφών, βρίσκεται πλέον εν ζωή ώστε να υπάρξει νέα μαρτυρία. Το 2013, η γενική διεύθυνση αρχαιοτήτων ζήτησε την καταγραφή όλων όσα είχαν κλαπεί τότε από μουσεία και αρχαιολογικές αποθήκες και χώρους. Το αποτέλεσμα ήταν περίπου ανύπαρκτο, αφού οι εντολές που δόθηκαν δεν βοηθούσαν να γίνει μια οργανωμένη έρευνα.
Η μοναδική τεκμηριωμένη και αρκετά αναλυτική έκθεση για καταστροφές και αρπαγές αρχαιοτήτων εκδόθηκε το 1946 από το τότε υπουργείο Παιδείας, με τίτλο «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής». Την έρευνα έκαναν οι σπουδαίοι αρχαιολόγοι Χρήστος Καρούζος, Ιωάννης Μηλιάδης, Γρηγόριος Ανδρουτσόπουλος, Νικόλαος Ζαφειρόπουλος, Μαρίνος Καλλιγάς (ο Καρούζος, ο Μηλιάδης και ο Ζαφειρόπουλος ήταν μέλη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου -ΕΑΜ- αρχαιολόγων). Ο υπουργός Α. Παπαδήμος διευκρίνιζε στον πρόλογό του, ότι ο κατάλογος δεν ήταν πλήρης, καθώς η έρευνα δεν είχε περιλάβει όλη την επικράτεια, λόγω ελλείψεως προσωπικού. Για την επιστροφή τους μετέβησαν στην αλλοδαπή (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Ιταλία, Αυστρία), μεταπολεμικώς, πολλοί Έλληνες αρχαιολόγοι. Τα αποτελέσματα όμως ήταν πενιχρά. Δεν έχουν εντοπιστεί παρά ελάχιστα, ακόμη και από δημοσιευμένα αρχεία και, κυρίως, δεν είναι γνωστά όλα τα κλαπέντα, καθώς δεν υπήρχαν τότε καταγραφές και περιγραφές.
Χειρότερη είναι η περίπτωση των λαθραίων ανασκαφών, τα ευρήματα των οποίων δεν έχουν καθόλου καταγραφεί, άρα είναι αδύνατον να εντοπιστούν και να ζητηθούν πίσω. Εκτός αν εκείνοι που τα κατέχουν τα επιστρέψουν οικειοθελώς. Όπως έγινε με 4.800 νεολιθικά όστρακα, προϊόν γερμανικής, παράνομης ανασκαφής στη Μαγούλα της Θεσσαλίας κοντά στον Βόλο. Το σύνολο εντοπίστηκε στο Pfahlbaumuseum της Γερμανίας από τον διευθυντή του, μόλις το 2010.
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, το υπουργείο Πολιτισμού μπορεί και υποχρεούται να ζητήσει την επιστροφή των καταγεγραμμένων αρχαίων που θα εντοπιστούν στην αλλοδαπή. Είτε σε αρχαιολογικά ιδρύματα είτε σε οίκους δημοπρασιών, κ.λπ. Ακόμη και σε ιδιωτική συλλογή αν εντοπιστούν, μπορούμε να τα διεκδικήσουμε και είναι πολύ πιθανό ότι θα δικαιωθούμε. Εδώ δεν ισχύει η παραγραφή, όπως λέει νομικός που γνωρίζει πολύ καλά τον χώρο του πολιτισμού. «Άπαξ κλεμμένα, εσαεί κλεμμένα».
Η δεύτερη περίπτωση αφορά το κράτος και το αν θέλει να το κάνει. Όπως μας λέει άλλος νομικός, εξίσου γνώστης των θεμάτων του πολιτισμού, από τη στιγμή που υπάρχει η καταγραφή του 1946, μπορούμε να διεκδικήσουμε αποζημιώσεις για ό,τι από τα καταγεγραμμένα δεν βρεθεί. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και αν βρούμε πρόσθετα τεκμήρια για αρχαιότητες που δεν είχαν καταγραφεί τότε. Αυτή όμως είναι μια κίνηση που πρέπει να γίνει με τη συμφωνία της κυβέρνησης.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 25ης Οκτωβρίου