Της Μαριάννας Σκυλακάκη
Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά φέτος, η Ελληνική Στατιστική Αρχή ανακοίνωσε ότι το πρόσημο γεννήσεων - θανάτων στη χώρα μας είναι αρνητικό: Οι γεννήσεις κατά το έτος 2017 ανήλθαν σε 88.553, μειωμένες κατά 4,7% σε σχέση με το 2016, και οι θάνατοι παρουσίασαν αύξηση της τάξεως του 4,8%, φτάνοντας στους 124.501. Είναι η πρώτη φορά που ο αριθμός των γεννήσεων σπάει προς τα κάτω το όριο των 90.000...
Γιατί βιώνει η Ελλάδα, ειδικά από το 2011 και μετά, μια σταθερή πληθυσμιακή συρρίκνωση; Είναι το φαινόμενο αυτό μια τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και προοιωνίζεται ακόμη και το ιστορικό τέλος μας στο μέλλον; Πώς αλληλεπιδρά με τις εξελίξεις στον χώρο της ιατρικής και της επιστήμης και, τέλος, τι σημαίνει για το εργασιακό και συνταξιοδοτικό μέλλον μας;
Το φυσικό ισοζύγιο
Ίσως το πιο εύκολα εξηγήσιμο κομμάτι της σύνθετης εξίσωσης που οδηγεί τον πληθυσμό μας σε συρρίκνωση είναι η μείωση του αριθμού των γεννήσεων. Δεν μπορεί παρά να οφείλεται -τουλάχιστον μερικώς- στο γεγονός ότι ολοένα λιγότεροι νέοι άνθρωποι νιώθουν οικονομικά και επαγγελματικά ασφαλείς και έτοιμοι να ξεκινήσουν μια οικογένεια.
Ποιος μπορεί άραγε να τους κατηγορήσει γι' αυτό, όταν ακόμη 4 στους 10 νέους παραμένουν άνεργοι; Όπως προκύπτει από επεξεργασία στοιχείων του ΕΦΚΑ, ο μέσος όρος αμοιβής ενός 24χρονου είναι τα 380 ευρώ τον μήνα, για την ηλικία των 30-34 ετών ο μέσος μισθός, τον Ιούνιο του 2016, δεν ξεπερνούσε τα 660 ευρώ καθαρά, ενώ γι'' αυτούς που ηλικιακά βρίσκονται μεταξύ 35 και 39 ο μέσος καθαρός μισθός ήταν μόλις 796 ευρώ.
Η χώρα μας έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, είναι όμως σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η γονιμότητα στην Ελλάδα έχει φθίνουσα πορεία ήδη από τη δεκαετία του '50 - οι Έλληνες δεν γνωρίσαμε το baby-boom άλλων αναπτυγμένων χωρών. Αυτό που κάνει η συνεχιζόμενη κρίση είναι να επιταχύνει την τάση αυτή.
Όσο για την αύξηση των θανάτων, το κλειδί εδώ είναι η ηλικιακή σύσταση του πληθυσμού μας και η διαπίστωση ότι η Ελλάδα γερνάει. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος στο κείμενο που παρουσιάζει τη μελέτη του ερευνητικού οργανισμού διαΝΕΟσις για το δημογραφικό, που είχε δημοσιευθεί τον Σεπτέμβριο του 2016: «Το 1961 μόλις το 8,3% του πληθυσμού ήταν ηλικίας άνω των 65, ενώ το 26,2% ήταν ηλικίας κάτω των 14. Το 2014 η σύνθεση του πληθυσμού είναι εντελώς διαφορετική: το 20,5% είναι άνω των 65 και μόλις το 14,7% είναι κάτω των 14. Η διάμεσος ηλικία (δηλαδή η ηλικία του ατόμου οι γηραιότεροι του οποίου είναι ίσοι σε αριθμό με τους νεότερους) ήταν 26 έτη το 1951, και είναι 44 σήμερα».
Το μεταναστευτικό ισοζύγιο
Η εξέλιξη του πληθυσμού μιας χώρας δεν εξαρτάται φυσικά μόνο από το φυσικό ισοζύγιο, με άλλα λόγια τη διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων μια δεδομένη χρονιά, αλλά και από το μεταναστευτικό ισοζύγιο, τις αυξομειώσεις δηλαδή σε αυτούς που ήρθαν να ζήσουν στην Ελλάδα και αυτών που την εγκατέλειψαν.
Για προφανείς λόγους, και παρά την εντύπωση που επικρατεί στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, η Ελλάδα της κρίσης δεν είναι ένας προορισμός ελκυστικός για οικονομικούς μετανάστες. Κάποιοι απ'' αυτούς που είχαν μεταβεί στη χώρα μας ήδη έχουν πάρει τον δρόμο της εξόδου κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ ακόμη και τα προσφυγικά και μεταναστευτικά κύματα που είδαμε να εντείνονται τα τελευταία χρόνια αποτελούνταν από ανθρώπους που στην πλειονότητά τους ήλπιζαν μόνο να περάσουν από την Ελλάδα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με μεγαλύτερη οικονομική ευμάρεια.
Σε συνδυασμό λοιπόν με τους Έλληνες που έφυγαν, το περίφημο brain drain, με άλλα λόγια τη μαζική μετανάστευση των υψηλής κατάρτισης εργαζομένων από τη χώρα μας σε χώρες του εξωτερικού, ήδη από το 2010 το μεταναστευτικό ισοζύγιο από θετικό μετατρέπεται σε αρνητικό - με εξαίρεση το 2016. Συνολικά, περίπου 450.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τη χώρα μας την περίοδο 2008-2016, σύμφωνα με μελέτη της KPMG - ένα καίριο πλήγμα στον παραγωγικό ιστό της Ελλάδας σε επίπεδο ανθρώπινου κεφαλαίου.
Ένα μέλλον αβέβαιο;
Τι μας περιμένει τα επόμενα χρόνια; Η τάση της συρρίκνωσης και γήρανσης του πληθυσμού -στον βαθμό που θα επιβεβαιωθεί- είναι μια ωρολογιακή βόμβα τόσο όσον αφορά το συνταξιοδοτικό όσο και το ελληνικό χρέος. Μην ξεχνάμε ότι η χώρα μας έχει να αποπληρώσει στις επόμενες δεκαετίες ένα ιδιαίτερα υψηλό χρέος, το οποίο δεν επηρεάζεται από πληθυσμιακές μεταβολές, απλώς θα πρέπει να αποπληρωθεί από έναν ολοένα συρρικνούμενο αριθμό Ελλήνων...
Σύμφωνα με όλα τα σενάρια που έτρεξε στο πλαίσιο της μελέτη της η διαΝΕΟσις, από το πιο αισιόδοξο στο πιο απαισιόδοξο, ο πληθυσμός της Ελλάδας στο μέλλον θα μειωθεί σημαντικά - το 2050 ο πληθυσμός της χώρας υπολογίζεται ανάμεσα στα 10 και τα 8,3 εκατομμύρια. Οσο για τον πραγματικό, οικονομικά ενεργό πληθυσμό; Προβλέπεται ότι θα μειωθεί από 4,7 εκατομμύρια το 2015 σε 3-3,7 εκατομμύρια το 2050.
Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει και η έρευνα της Ήρας Εμκε - Πουλοπούλου, αντιπροέδρου της Ελληνικής Εταιρείας Δημογραφικών Μελετών, «Ο πληθυσμός της Ελλάδας υπό διωγμόν». Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ, μόνο το διάστημα 2011-2017 ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 355.000 ανθρώπους και αν το πρόβλημα δεν αντιμετωπισθεί, ο πληθυσμός της χώρας μόλις που θα αγγίζει τα 10 εκατομμύρια το 2050, ενώ το 2080 θα έχει μόλις 7,2 εκατομμύρια ανθρώπους.
Με τις αλλαγές που συντελούνται καθημερινά σε επίπεδο επιστημονικών και ιατρικών εξελίξεων, το μέλλον προδιαγράφεται λιγότερο προβλέψιμο και γραμμικό απ'' ό,τι μπορούν να συλλάβουν οι σημερινές αναλύσεις μας. Εντούτοις, ολοένα και περισσότεροι σοβαροί αναλυτές «βλέπουν» μια πρωτοφανή εκτόξευση της μακροζωίας κατά τις επόμενες δεκαετίες διεθνώς, κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει επιπρόσθετες πιέσεις στο ήδη βεβαρημένο ασφαλιστικό μας σύστημα. Άλλωστε, αν σήμερα το ασφαλιστικό μας μοιάζει με πιθάρι χωρίς πάτο, πώς θεωρούμε ότι θα μοιάζει όσο ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός μας θα μειώνεται και θα πρέπει να υποστηρίζει ένα ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό συνταξιούχων;
Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη, η οποία θα μπορούσε να βελτιώσει τη γεννητικότητα, να λειτουργήσει ως κίνητρο αντιστροφής του brain drain και να καταστήσει εκ νέου τη χώρα μας ελκυστικό προορισμό για οικονομικούς μετανάστες, είναι ίσως η μόνη ελπίδα για να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό πρόβλημα.
Όσο για το πώς θα μοιάζουν οι οικονομικοί μετανάστες του μέλλοντος, δεν είναι καθόλου απαραίτητο ότι θα αποτελούνται αποκλειστικά από φθηνά εργατικά χέρια. Θα μπορούσαν να είναι πολίτες άλλων χωρών που εργάζονται από απόσταση, κάτοχοι χρυσής βίζας, ακόμη και οι ηλικιωμένοι από άλλες χώρες που επίσης γερνούν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πλάτων Τήνιος στο επίμετρό του στο βιβλίο των Γκράτον και Σκοτ «Ο γρίφος των 100 χρόνων», «με δεδομένο ότι η μακροβιότητα είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των επόμενων δεκαετιών, η ηλικιοφοβία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μόνο ως πρόθεση αυτοτραυματισμού. Αντιθέτως, η ενεργός και η επιτυχημένη γήρανση θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως δυναμικά πλεονεκτήματα».
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 3ης Οκτωβρίου