Η πραγματική ιστορία της πιο «Σκοτεινής ώρας» - Τσόρτσιλ: Ο πατέρας της νίκης

Η πραγματική ιστορία της πιο «Σκοτεινής ώρας» - Τσόρτσιλ: Ο πατέρας της νίκης

Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη*

Ο Γκάρι Όλντμαν κατέκτησε επάξια το Όσκαρ για τη «μετενσάρκωση» του Ουίνστον Τσόρτσιλ στην ταινία «Η πιο σκοτεινή ώρα». Ο πραγματικός «πατέρας της νίκης» είχε κατακτήσει τον πρώτο ανδρικό ρόλο στη χώρα του από το 2002, με πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους να τον ανακηρύσσουν «τον μεγαλύτερο Βρετανό όλων των εποχών», μπροστά από μυθικές φιγούρες όπως ο Ουίλιαμ Σέξπιρ ή ο Κάρολος Δαρβίνος. Ήταν ο ίδιος λαός που, λίγους μήνες μετά τον θρίαμβο, όπως κι ο ελληνικός, είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα με τον Βενιζέλο, οδηγούσε τον εθνικό του ήρωα σε ταπεινωτική εκλογική συντριβή, δίνοντας εντολή στην εύηχη, λαϊκιστική υπόσχεση των αντιπάλων του για «κράτος πρόνοιας». Κάνοντας τον ίδιο τον Τσόρτσιλ, με το καυστικό χιούμορ του, να αρνείται το ανώτατο μετάλλιο της περικνημίδας που του πρότεινε ο βασιλιάς, λέγοντας «δεν χρειάζεται, οι ψηφοφόροι μου έδωσαν το βραβείο της κλοτσιάς». Αποδίδοντας την εκλογική ήττα στο διαχρονικό «οι άνθρωποι ψηφίζουν με βάση το τι υπόσχεσαι αύριο, όχι με βάση το τι έκανες χθες».

Παρότι είχε κατηγορηθεί αρχικά για ανοχή απέναντι στον Χίτλερ και για συμπάθεια προς τον Μουσολίνι και τον Φράνκο (ενώ ήταν ο μόνος Βρετανός και από τους ελάχιστους Ευρωπαίους που είχε καταδικάσει τη Συμφωνία των Δυτικών με το Φύρερ στο Μόναχο), με κάποιους να τον κατατάσσουν στους οπαδούς της ευγονικής, ο ζωντανός θρύλος σήκωσε στις πλάτες του όχι μόνον έναν ολόκληρο λαό, αλλά την ίδια την Ιστορία, οδηγώντας την «στην πιο ωραία στιγμή». Τι κι αν του χρέωσαν τον λιμό εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ινδία, την εξύμνηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Βρετανών στη Νότια Αφρική, κατά τον πόλεμο των Μπόερς, την πρώτη χρήση χημικών όπλων στη Συρία, τον Εμφύλιο στην Ελλάδα, αλλά και τον βομβαρδισμό της Δρέσδης, ο Τσόρτσιλ, από την πρώτη στιγμή ως πρωθυπουργός, στις 10 Μαΐου του 1940, την ημέρα που τα «Πάντσερ» εισέβαλαν ταυτόχρονα σε Βέλγιο, Γαλλία και Πολωνία, έδωσε σάρκα και οστά στον αληθινό πατριωτισμό. Τον μετέτρεπε στην απόλυτη πυξίδα. Υποσχόμενος στους συμπατριώτες του όχι καλύτερες μέρες, αλλά «μόνο αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα». Κι αυτό ίσως είναι το καταλυτικό στοιχείο. Το πώς ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή καταφέρνει, επειδή απλώς είναι ο εαυτός του, να αλλάξει όχι μόνο τη μοίρα του, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, αλλά και τη μοίρα της ανθρωπότητας. Να κάνει τις υπερβάσεις, να πάρει αντιδημοφιλείς αποφάσεις, να ηγηθεί αντί να ακολουθήσει. Και κυρίως, να πείσει τους άλλους, τους πολίτες, να τον ακολουθήσουν.

Ομιλίες - ρητορικά μνημεία

Αυτός ο «αντικομμουνιστής», «ρατσιστής», «ιμπεριαλιστής αποικιολάγνος», με την «ταξική αλαζονεία», που «μακέλεψε όχι μόνο «απολίτιστες φυλές», «εργάτες του Λίβερπουλ», «στρατιώτες και λαούς», έχοντας προηγουμένως αντιμετωπίσει μνημειώδεις αποτυχίες, όπως η επιχείρηση στην Καλλίπολη (όπου οι βρετανικές δυνάμεις συνετρίβησαν από τον Κεμάλ) ή η σύνδεση της λίρας με το χρυσό (που οδήγησε σε μεγάλη ύφεση και νομισματική κρίση τη Βρετανική Αυτοκρατορία), κατάφερε με μοναδικό τρόπο και μέσα από ομιλίες-ρητορικά μνημεία να κρατήσει ψηλά το ηθικό του ελεύθερου κόσμου και να εμψυχώσει τον λαό του - κι ας μην κατέβηκε στο μετρό για να συνομιλήσει μαζί του, όπως από... σκηνοθετική υπερβολή δείχνει η ταινία.

Βεβαίως, στη νίκη δεν οδήγησαν τα λόγια, με κορυφαίο το... «Μολών λαβέ», «θα πολεμήσουμε στα χωράφια και στους δρόμους, θα πολεμήσουμε στους λόφους. Δεν θα παραδοθούμε ποτέ!». Ο ισχυρογνώμων αριστοκράτης, ο απείθαρχος μπον βιβέρ που «συμβολοποίησε» το V της νίκης, ο πρώην δημοσιογράφος και ανέκαθεν ζωγράφος, ο γόνος με την ευθύβολη αυθάδεια, που συνήθιζε να κυκλοφορεί ολόγυμνος, όχι μόνο μέσα στο σπίτι του -όπου υπαγόρευε στη γραμματέα του την ώρα που ήταν στην μπανιέρα-, αλλά και στη Γιάλτα. Οπου αναφώνησε «όπως βλέπετε, κύριε πρόεδρε, η βρετανική διπλωματία δεν έχει τίποτα να σας κρύψει», όταν ο Ρούζβελτ, απρογραμμάτιστα, τον αντίκριζε με αδαμιαία περιβολή. Πίστευε ότι έχει ραντεβού με το πεπρωμένο. «Ολη μου η ζωή έως τώρα δεν ήταν παρά μια προετοιμασία για αυτή τη... δίκη, στην οποία ήμουν πεπεισμένος ότι δεν θα αποτύχω». Και παρά το γεγονός ότι αντιμετώπιζε την κατανάλωση αλκοόλ ως ιεροτελεστία κι από το πρωινό «κολυμπούσε» στο ουίσκι -«πριν, μετά και εν ανάγκη στη διάρκεια όλων των γευμάτων και στα διαστήματα μεταξύ τους»-, συνοδεία των αγαπημένων του πούρων «Romeo y Julieta», δεν έχανε ποτέ τον έλεγχο.

Πολέμησε τα πάθη του

Μπορεί να μην κατάφερε ποτέ να διαχειριστεί τα οικονομικά του, όπως σωστά αποκαλύπτει στην ταινία η σύζυγός του Κλημεντίνη, πολέμησε και νίκησε, ωστόσο, πρώτος και πρώτα, τις πολιτικές αδυναμίες και τα πάθη του. Φρόντισε να έχει τους πολιτικούς αντιπάλους του ανάμεσα στα μέλη του Πολεμικού Συμβουλίου, αποδεικνύοντας εμπράκτως ότι «το τίμημα της μεγαλοσύνης είναι η ευθύνη». (Συμβούλιο που πριν τους γερμανικούς βομβαρδισμούς δεν συνεδρίαζε στο υπόγειο καταφύγιο, όπως σε μια προσπάθεια δραματοποίησης δείχνει η ταινία). Τον Χάλιφαξ και τον Τσάμπερλεν. Υποχρεώνοντας την «Αγία Αλεπού», όπως αποκαλούσαν τον ΥΠΕΞ, να συμβιβάζεται με το γεγονός ότι ο Τσόρτσιλ έλεγχε τη στρατιωτική μηχανή. Κι ως εκ τούτου να μιλά στην πραγματικότητα πιο... ήπια. Το... λιοντάρι ήξερε να ακούει, ακόμα κι όταν απ' τα νεύρα του αναγκαζόταν να γδέρνει τα «μπράτσα» της πολυθρόνας με το ανάγλυφο του δακτυλιδιού του. Μεθοδεύοντας, παράλληλα, συμμαχία ακόμα και... με τον διάβολο Στάλιν. Τρωγοπίνοντας, μέχρι πρωίας, μαζί του στο Κρεμλίνο, κατά τα... σοβιετικά επαναστατικά ειωθότα. Κι ας γνώριζε ότι ο... κόκκινος τσάρος είχε στείλει συγχαρητήρια επιστολή στον Φύρερ «για την εκπληκτική επιτυχία των γερμανικών δυνάμεων» με την κατάληψη του Παρισιού. «Τους εχθρούς σου πρέπει να τους έχεις πιο κοντά από τους φίλους σου».

Εκτός από όσα δείχνει η ταινία του Ράιτ, το «θαύμα» της Δουνκέρκης και την καταλυτική εμπιστοσύνη του βασιλιά με το «Ε, σε φοβάμαι λίγο, αλλά θα σε στηρίξω (που βεβαίως δεν εμπεδώθηκε άμεσα όπως αποτυπώνεται), ο Τσόρτσιλ είχε ήδη μεθοδεύσει και χρηματοδοτήσει, εν αγνοία των Γερμανών, το «σπάσιμο» των ναζιστικών κωδίκων της μηχανής Enigma, τη χρήση των «προ-ραντάρ» για τον εντοπισμό των αεροσκαφών της Λουφτβάφφε -η Βρετανία ήταν η μόνη χώρα που τότε το διέθετε- και την κρυφή παραγωγή αεροσκαφών «Χάρικεϊν» και «Σπίτφαϊρ», που σε διπλάσιο αριθμό απ' ό,τι πίστευαν οι Ναζί, συνέβαλαν καταλυτικά στην κρίσιμη Μάχη της Αγγλίας. Χωρίς να είναι καθόλου αναποφάσιστος, όπως τον παρουσιάζει το «Darkest Hour», απέναντι στις αιτιάσεις των εισηγητών του κατευνασμού και των διαπραγματεύσεων με τον Χίτλερ, ο Τσόρτσιλ απλώς «αγόραζε» χρόνο. Ηθελε να αποδώσει καρπούς η... πολιορκία του Ρούζβελτ, που γίνονταν με απανωτές επιστολές (κι όχι μεταμεσονύκτια τηλεφωνήματα, όπως σε έναν ιστορικό αναχρονισμό δείχνει το φιλμ).

Για να επιταχύνει τις εξελίξεις, ο Τσόρτσιλ δεν δίστασε να καταφύγει και στην επιχείρηση «Καταπέλτης», το «γαλλικό Περλ Χάρμπορ», τον Ιούλιο του '40. Τη βύθιση μέρους του γαλλικού στόλου, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των ναζί, κυρίως στο Μερς ελ Κεμπίρ της Αλγερίας, όπου έχασαν τη ζωή τους σχεδόν 1.300 Γάλλοι ναυτικοί. Ο Ρούζβελτ πήρε το μήνυμα της αποφασιστικότητας του Τσόρτσιλ και, λίγο αργότερα, με ιδιόχειρη μυστική επιστολή και στίχους του Λονγκφέλοου, ανακοίνωνε συνθηματικά την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο: «Σάλπαρε πλοίο της Πολιτείας, σάλπαρε καμαρωτά και σπουδαία, η ανθρωπότητα με όλους τους φόβους της, οι ελπίδες των μελλοντικών ετών εξαρτώνται από τη δική σου μοίρα».

Η απάντηση Τσόρτσιλ, εξίσου ποιητική. «Δείξε μας εμπιστοσύνη, δώσε μας την πίστη και την ευλογία σου. Δεν θα αποτύχουμε ούτε θα διστάσουμε, δεν θα δειλιάσουμε ούτε θα κουραστούμε, δώσε μας τα εργαλεία και εμείς θα τελειώσουμε τη δουλειά». Το αληθινό Περλ Χάρμπορ ακολούθησε λίγους μήνες αργότερα. Η πιο σκοτεινή ώρα, παρά τα φαινόμενα, είχε περάσει.

*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο 8 Μαρτίου, φύλλο 74

Φωτογραφία: AP