Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη
«Θυμάμαι ένα σπίτι με βγαλμένες τις πόρτες που σύχναζαν μέσα του οι ανίκανες ώρες. Ένα σπίτι μεθυσμένο απ' τα χνώτα της νύχτας να ζητάει στο σκοτάδι τη σκιά της αλήθειας». Ο στίχος αναδύεται αντανακλαστικά καθώς, ανεβαίνοντας τη Σταδίου, αντικρίζω ένα ακόμα εγκαταλειμμένο κτίριο, από τα εκατοντάδες που ακόμα στοιχειώνουν το κέντρο της Αθήνας, κι ακούω στο ραδιόφωνο την είδηση για την προσαγωγή ατόμων, από το τριπλό «ντου» της αστυνομίας σε καταλήψεις, στις οδούς Καλλιδρομίου και Ζαΐμη στα Εξάρχεια, αλλά και στη Ματρόζου στο Κουκάκι.
Μπορεί τα τελευταία χρόνια να δημιουργήθηκαν κάποιες νέες εστίες επιχειρηματικότητας, από ριψοκίνδυνους που τόλμησαν, όμως στο λεγόμενο «κτιριακό απόθεμα» του κέντρου της Αθήνας, που ανέκαθεν βίωνε βαθιά τις τεκτονικές αλλαγές στο κορμί και στην ψυχή της πόλης, τα τραύματα κακοφορμίζουν. Από τα βουβά αριστουργήματα του Ερνέστου Τσίλερ ώς τα... ανώνυμα κτίρια, με τα χιλιάδες ξενοίκιαστα γραφεία ή αυτά που στεγάζουν «συλλογικότητες», «αντιεξουσιαστές» και «αλληλέγγυους»
Οι οποίοι, εδώ και δεκαετίες, ουδέποτε αντέδρασαν στην υποβάθμιση του κέντρου της πόλης. Με την αυτοδικία και την ανομία να υποκαθιστούν την ευθύνη, που κανείς δεν ανέλαβε. Η κατάσταση παραμένει απελπιστική, όχι (μόνο) εξαιτίας της κρίσης, όπως συνήθως ψελλίζουμε στην προσπάθεια αναζήτησης του σύγχρονου αποδιοπομπαίου τράγου. Αλλά, ταυτόχρονα με την κοινωνική αδράνεια, την απουσία συλλογικής μνήμης και συνείδησης αστικού πολιτισμού, εξαιτίας της ανεπάρκειας της πολιτείας.
Με την απόσταση ανάμεσα στην αμείλικτη πραγματικότητα και τις εξαγγελίες, τα συνθήματα, την πολυνομία, την έλλειψη θεσμικού πλαισίου, τις ημερομηνίες που χάθηκαν στο ραντεβού με την υπέρβαση της γραφειοκρατίας, την ανυπαρξία ακόμα και γονατογραφημάτων, που συνήθως έρχονται να μπαλώσουν τις τρύπες στα νομοθετικά μας παντελόνια, να δείχνουν την κατεύθυνση του εκκρεμούς.
Και την κυβέρνηση, δίπλα στις υφιστάμενες δεκάδες επιτροπές των «συναρμόδιων» υπουργείων -καθένα εκ των οποίων, ως συνήθως, έχει τη δική του οπτική- υπό την επίφαση της επίλυσης των προβλημάτων στη «λογική» του κρατισμού, να... δράττει την ευκαιρία. Και τον πρωθυπουργό να χρίζει νέο «αρμόδιο» υπέρ πάντων τον υπουργό Επικρατείας κ. Φλαμπουράρη. Προσθέτοντας στη γραφειοκρατία, ιδρύει ακόμα έναν οργανισμό, μια «εταιρεία ειδικού σκοπού», την Ανάπλαση Α.Ε. Με «αντίδοτα» στο τεράστιο πρόβλημα, αδιαφανείς -λένε οι γνωρίζοντες- fast track προσλήψεις «ημετέρων» και αμφιβόλου συνταγματικότητας ρυθμίσεις. Στο όνομα, βεβαίως, του «καλύτερου συντονισμού και της επιτάχυνσης της ανάπτυξης».
Για να καταλάβουμε την έκταση και το βάθος του προβλήματος, ουδείς μέχρι σήμερα τόλμησε να... αγγίξει τους δύο προπολεμικούς νόμους, του ''29 και του ''38, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, προβλέπουν την ύπαρξη ομοφωνίας σε κτίρια συνιδιοκτησίας, ενώ «ακίνητα εγκαταλελειμμένα παρά των ιδιοκτητών και μη διαχειριζόμενα παρ'' αυτών ουδέ δι'' αντιπροσώπων καταλαμβάνονται υπό του Δημοσίου και διαχειρίζονται παρ'' αυτού ως διοικητού αλλοτρίων». Αποτέλεσμα, μόνο στο κέντρο να υπάρχουν περίπου 1.800 εγκαταλειμμένα κτίρια, μεταξύ των οποίων και πολλά διατηρητέα, και εκατοντάδες χιλιάδες τίτλοι ιδιοκτησίας να παραμένουν ανενεργοί ή... στον αέρα. Περίπου 25% των κτιρίων κατοικιών και πάνω από το 30% του συνόλου των χώρων γραφείων παραμένουν άδεια. Στο 20% των κτιρίων οι κενές ιδιοκτησίες ανέρχονταν σε ποσοστό τουλάχιστον 50%. Την ώρα που το 55% των κτιρίων ανήκουν σε πάνω από δέκα ιδιοκτήτες, με περίπλοκο ιδιοκτησιακό καθεστώς, όπου συνυπάρχουν φυσικά πρόσωπα, εταιρείες, ιδρύματα, το Δημόσιο και διάφοροι φορείς του.
400... συνιδιοκτήτες
Ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις κτιρίων επιφανείας 4.000 τ.μ. με περισσότερους από... 400 συνιδιοκτήτες. Αν στα ψηλά ποσοστά συνιδιοκτησίας προσθέσουμε και το γεγονός ότι πάνω από το 60% των κτιρίων του κέντρου της Αθήνας είναι κατασκευασμένα πριν από το 1960, και χωρίς σύγχρονα δίκτυα, με το σύνολο σχεδόν -πάνω από το 85%- να χρήζουν εκσυγχρονισμού, βελτίωσης της λειτουργικότητας και της ενεργειακής τους απόδοσης, με το κόστος, στις περισσότερες περιπτώσεις, να υπερβαίνει την αγοραία αξία, τότε καταλαβαίνουμε πόσο «καθαρή» και «βιώσιμη» θα είναι η «έξοδος» από τα εσωτερικά καρκινώματα που μας κατατρύχουν.
Τα μέχρι σήμερα δείγματα γραφής μόνον ενθαρρυντικά δεν είναι, καθώς, οι... παρεμβάσεις εξαντλούνται σε πεζοδρόμια και πάρκα που εγκαταλείπονται. Επικοινωνιακά αναμασήματα και... ξεχειλωμένες μελέτες. Copy paste ολιστικών σχεδίων «Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης», που βγαίνουν κατά καιρούς από τα αραχνιασμένα συρτάρια. Για να προστεθούν στις ανέξοδες επισημάνσεις των απανταχού «ειδικών», στις ασκήσεις επί χάρτου και στους πάκους των βερμπαλισμών και λοιπών πολιτικάντικων ονειρώξεων, που προσομοιάζουν με αποτυχημένες αορτοστεφανιαίες παρακάμψεις στην πληγωμένη καρδιά της πρωτεύουσας και της εμπιστοσύνης των πολιτών.
Με το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της Αθήνας να «γιορτάζει» τα τριάντα του και το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο να είναι ουσιαστικά ανενεργό από τα τέλη του 2014, όταν και θεσμοθετήθηκε. Και την κουλτούρα της συνεργασίας ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα να αποτελεί τον πρωταγωνιστή τηλεοπτικής εκπομπής με αναζητήσεις εξαφανισμένων. Την ώρα που στον υπόλοιπο κόσμο ο ρόλος των μητροπόλεων, ως πόλων κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, διευρύνεται συνεχώς. Και τα κέντρα τους, καθώς και ειδικά οργανωμένες περιοχές να αποτελούν τους προνομιακούς υποδοχείς επιχειρηματικών -και όχι μόνο- δραστηριοτήτων.
Από το 2014 δεν υπάρχει καμιά εξέλιξη
Κι όμως, ιδέες και εφαρμόσιμες λύσεις έχουν κατατεθεί ουκ ολίγες. Για την αντιμετώπιση του θεσμικού κενού που υφίσταται αναφορικά με τα εγκαταλειμμένα και κενά κτίρια, το Ίδρυμα Ωνάση, μετά την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας με τα συναρμόδια υπουργεία, προ καιρού, ανέθεσε και χρηματοδότησε σχετική έρευνα στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ενώ το ίδιο πανεπιστημιακό ίδρυμα ανέλαβε έρευνα και για τη δημιουργία μηχανισμού παροχής κρατικών ενισχύσεων για την αποκατάσταση των κτιρίων, ύστερα από ανάθεση του Δήμου Αθηναίων.
Ο Νίκος Τριανταφυλλόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ανεξάρτητου, μη κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού «ΔιαΝΕΟσις», μιλώντας στον «Φ», χαρακτήρισε την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος ως προϋπόθεση για τη συνολικότερη αναβάθμιση και αναγέννηση του κέντρου της Αθήνας. Τονίζει, ωστόσο, ότι από το 2014 δεν υπάρχει καμία ουσιαστική εξέλιξη στο θέμα. «Δεν φαίνεται ότι απασχολεί σοβαρά το κράτος και δεν υπάρχει επαρκής επιχειρησιακός σχεδιασμός για την οργάνωση της ''''επόμενης μέρας''''». Υπενθυμίζει ότι έχει ήδη συνταχθεί, από το ίδιο το Πανεπιστήμιο, ολοκληρωμένο σχέδιο νόμου προκειμένου να αντιμετωπιστεί το θεσμικό κενό που υφίσταται. Που επιτρέπει τις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) για παρεμβάσεις και έργα εκσυγχρονισμού εγκαταλειμμένων ή κενών κτιρίων, με καθεστώς πολυϊδιοκτησίας, σ'' όλη την επικράτεια, ακόμα και σε διατηρητέα και σε παραδοσιακούς οικισμούς. Υπογραμμίζει ότι «λεφτά υπάρχουν», κυρίως από ευρωπαϊκούς πόρους, όπως το ΕΣΠΑ αλλά και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων, το γνωστό «πακέτο Γιούνκερ». Το «κακό» για τη χώρα μας είναι ότι οι πόροι αυτοί δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν για επιδοτήσεις (π.χ. στην αποκατάσταση κτιρίων), αλλά για την παροχή χαμηλότοκων δανείων για βιώσιμες επενδύσεις και μόχλευση πόρων με ελαχιστοποίηση του κόστους, μέσω κατάλληλων χρηματοοικονομικών τεχνικών. Αυτό, στην περίπτωση των κτιρίων, σημαίνει ότι επιβάλλεται η επανάχρησή τους, έτσι ώστε αυτά να παράγουν έσοδα.
Το μέλλον δεν είναι αποτέλεσμα αυτοματισμών και εξαγγελιών αλλά εφαρμογής αποφάσεων. Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός για την πόλη δεν μπορεί να περιμένει τη γενική ανόρθωση της οικονομίας. Το αντίστροφο πρέπει να συμβεί. Όταν το κέντρο της γίνει ελκυστικό για τις επιχειρήσεις, θα ευνοηθεί η επιστροφή των κατοίκων. Τουλάχιστον ενός «δημιουργικού πληθυσμού». Η κατοικία θα ακολουθήσει τις επιχειρήσεις στην εγκατάστασή τους. Η εγκατάσταση επιχειρήσεων και κατοίκων θα λύσει και τα θέματα ασφάλειας. Κύριο ζητούμενο παραμένει η πολιτική βούληση, η σωστή διαχείριση πόρων και η αγαστή συνεργασία όλων των επιπέδων της διοίκησης, αλλά και η κοινωνική δραστηριοποίηση. Μια άλλη Ελλάδα δηλαδή. Οχι αυτή της εγκατάλειψης και της κενότητας.