Μάνος Χατζιδάκις: Η μόνη αντιβίωση για τον ναζισμό είναι η παιδεία

Μάνος Χατζιδάκις: Η μόνη αντιβίωση για τον ναζισμό είναι η παιδεία

Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη

Πριν από 25 χρόνια, στις 22 Φεβρουαρίου του 1993, ο Μάνος Χατζιδάκις ανέβαινε για τελευταία φορά στο πόντιουμ για να κατηχήσει. Διευθύνοντας, όχι ως μαέστρος -έννοια που απεχθανόταν- την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Το μουσικό παιδί του, στο οποίο αφιέρωσε σχεδόν αποκλειστικά τα πέντε τελευταία χρόνια της ζωής του. Με τους αριστείς των Ελλήνων μουσικών. «Όχι μουσικούς δημοσίους υπαλλήλους με ωράρια και συνδικαλιστικές απαιτήσεις, πάνω στη σκηνή». Θέλοντας, ταυτόχρονα, ν'' ανοίξει τ'' αυτιά του ακροατηρίου, να τροφοδοτήσει. Εκφράζοντας την αγωνία του, τη διαμαρτυρία του για τον νεοναζισμό. Εστιάζοντας, απ'' όλη την παλέτα των χρωμάτων, στο μαύρο. Μέσα από ένα κείμενο- μανιφέστο που συνόδευε το πρόγραμμα της εκδήλωσης. Ένα κείμενο προφητικό των όσων ακολούθησαν. Και πιθανότατα αυτών που θ'' ακολουθήσουν.

Η Ορχήστρα των Χρωμάτων ήταν μία από τις τελευταίες «ερωτικές επιθυμίες» του, «η πραγματοποίηση ενός ονείρου απ'' το παρελθόν», όπως ο ίδιος είχε δηλώσει. Ένα... μουσικό Μουσείο. Για να αποκατασταθεί η έλξη με τον ακροατή-πολίτη. Ένα όνειρο που, όμως, όπως λένε οι στενοί του συνεργάτες, «πλήρωσε ακριβά». «Ορχήστρα των χρημάτων» την αποκαλούσε, καθώς έψαχνε ο ίδιος, εναγωνίως, να βρει πόρους για να χρηματοδοτήσει τις απανωτές πρόβες και φυσικά τις συναυλίες, ένα «βίτσιο», καθώς έφτασε να δίνει έως και τρεις συναυλίες την εβδομάδα, σ'' όλη την Ελλάδα. Απεχθανόμενος την κρατική επιχορήγηση. Χωρίς να χρωστάει σε κανέναν.

Η σημαδιακή συναυλία με τίτλο «Διαμαρτυρία κατά του Νεοναζισμού» δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. «Το κτίριο με τα άσπρα μάρμαρα που μπαίνουν μέσα με τα μηχανάκια κι ακούμε κλασική μουσική». Γι'' αυτό, εξάλλου, είχε βάλει τη λέξη «απαράδεκτο» δίπλα σε σχεδόν όλες τις απαιτήσεις του σχετικού τυπικού συμβολαίου. Μέσα από τις νότες του Κουρτ Βάιλ, του Φραντς Λιστ και του Μπέλα Μπάρτοκ και με σολίστ τον Ούγγρο πιανίστα Γκιόργκι Σάντορ, ήθελε να... θέσει το θέμα. Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι λάτρεις της κλασικής μουσικής ήταν και ο Χίτλερ και οι ναζιστές, καλούσε τους νέους που θέλουν να ακούσουν, γιατί αυτοί τον ένοιαζαν, να σκεφτούν σοβαρότερα. Κι ας είχε, ήδη, καρδιακή κάμψη. Ίσως, γι'' αυτό.
Το ίδιο βράδυ, λίγο μετά το δείπνο στο «Ιντεάλ», χωρίς τους «φίλους» που έλειπαν και νωρίτερα, η καρδιά του τον πρόδωσε. Λίγους μήνες αργότερα, στις 15 Ιουνίου του 1994, αυτός ο ανέγγιχτος, που ήθελε το μυαλό ελεύθερο, εκτός πλαισίου και συνθηκών, αποδημούσε στην Οδό των Ονείρων.

Το σαπισμένο φρούτο

Σε μια εποχή που τα νεοναζιστικά πολιτικά μορφώματα έκαναν, ήδη, αισθητή την παρουσία τους στην Ευρώπη, λίγα χρόνια μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο Χατζιδάκις, πέρα από ανεφάρμοστες θεωρίες, τακτικισμούς και αφορισμούς, αιχμηρά και ουσιαστικά, όπως πάντα, κι όμως πρωτόγνωρα, με λυρική οξυδέρκεια, αλλά μακριά από δόξες και... δοξασίες, έχοντας ως κραταιά πεποίθηση ότι ο λαϊκισμός και ο ελιτισμός είναι οι κορυφαίοι εχθροί της πολιτικής και του πολιτισμού, έδειχνε το κουκούτσι του σαπισμένου φρούτου που όλο και περισσότεροι γεύοντα(ν)ι. Αυτός ο πανηγυριώτης μάγος, μέσα από τη μουσική, «που δεν είναι σύνθημα, ούτε πράξη εκτόνωσης, ούτε μαστίχα για το στόμα αθλητικών εφήβων ή συντροφιά νυχτερινή για οδηγούς ταξί και φορτηγών», μας γέμιζε ερωτήματα. Τόσο κοντά στον πλούτο των πηγών της λαϊκής ευαισθησίας. Δείχνοντας την ψυχή και το φως. Αυτά που δεν έδειξε ποτέ ο φασισμός. Μπας και κοπεί ο ύπνος και χαθεί ο εφησυχασμός. Μπας κι ανατείλουν οι αληθινές ευαισθησίες, όχι οι επίκαιρες. Μακριά από την κολακεία και την αναρρίχηση των επιπόλαιων συνηθειών μας και των παγιωμένων αντιλήψεων. Πέρα από την αμηχανία του δημοκρατικού χώρου, «που έμοιαζε, ήδη, με κοτέτσι στο οποίο μπήκε το φίδι», εκεί όπου «όλοι ξεφώνιζαν και κανείς δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει».

«Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά. Από την ώρα που ο Φρανκεστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται», είχε προβλέψει από τον Ιούλιο του ''78, σ'' ένα από «Τα Σχόλια του Τρίτου». Και τώρα, στις 22 Φεβρουαρίου του ''93, στις «σκέψεις και παρατηρήσεις για το αναζωογονημένο φαινόμενο του νεοναζισμού», ο υπότιτλος ήταν κάτι παραπάνω από σαφής. «Οι βρικόλακες επιστρέφουν».

«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του».

«Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η παιδεία», υπογράμμιζε ο αιρετικός «δεξιός αναρχικός», που απεχθανόταν τον δογματισμό και την υποκρισία. Που έβλεπε τη ρίζα του κακού στο έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας, σεβασμού των κανόνων. Στη διάχυτη ανομία, πολλές φορές τυλιγμένη με πολιτική προβιά. Στον κίνδυνο της εθνικής εξαίρεσης, των πατριωτισμών που μεταλλάσσονται σε εθνικισμούς. «Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει, ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια... Και αποτελεί πολιτική ''''παράδοση'''' η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται. Ενώ τα πουλιά…

Και είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή ''''λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων'''' σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες».

Το θράσος μιας ψευδαίσθησης

Για τον Χατζιδάκι η νίκη της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των «λίκνων πνευματικών και μη», στον Β'' Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν ήταν παρά μια ουτοπία, μια πλάνη, με το θράσος μιας ψευδαίσθησης. Καθώς, «αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ' αυτό, δεν νικούσαμε κανέναν φασισμό, αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη, που επιθυμούσε να μας υποτάξει».
«Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους», διακινδύνευε αφοριστικά. Βάζουμε «το καλό και το κακό έξω από μας» με έναν Θεό «που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας».

Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, είτε προκλητικός (με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους) ή παθητικός (μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας), όπως και ο εθνικισμός «δεν είναι οι άλλοι». Κι ας εδραιώνονται με την ανοχή των πολλών, τόνιζε ο μεγάλος Μάνος που πάντα εννοούσε να τρομάζει. Εστίαζε, δε, στη νεολαία, όπου «το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα», μέσα από το marketing, τα ΜΜΕ, τα τεράστια συμφέροντα που αναπτύσσονται γύρω απ'' όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους. Και απουσία μιας στέρεης παιδείας, «όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός, η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους». «Προσέξτε τον χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους, με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας», κατακεραύνωνε, προτιμώντας να ξεριζώνει από το να ποτίζει σαθρές ρίζες. Χωρίς, τότε, να έχει «ζήσει» το Facebook και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης...

«Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος ''''αρχηγός'''' που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα 'ναι αργά για ν' αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς. Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος», κατέληγε ο δημιουργός του «Βαλς των χαμένων ονείρων». Που άφησε σε άλλους να κάνουν μπίζνες με το άνθος του λωτού. Γνωρίζοντας ότι το κτήνος δεν σκοτώθηκε. Διαισθανόταν ότι η σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό.

«Καληνύχτα, Κεμάλ.
Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ.
Καληνύχτα»...

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος στις 23 Φεβρουαρίου, αρ. φύλλου 65.