Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη*
Μια γυναίκα με ειλικρινές βλέμμα και μισάνοιχτα χείλη, με διάθεση να ξεκαθαρίσει τα πάντα, κάπου στις αρχές του 20ού αιώνα, ντυμένη στα κόκκινα, με ένα φουλάρι στο λαιμό κι ένα λευκό καπέλο με φιόγκο στο πλάι, κρατώντας απέναντι στον καλοκαιρινό ήλιο μια πολύχρωμη ομπρέλα, κάθεται λοξά, έχοντας πίσω της το γαλανό της θάλασσας.
Η Σαντρίν Ντιμά κοιτάζει στα μάτια τη γυναίκα της ζωγραφιάς. Η σιωπή τους είναι ίδια μ'' αυτή της μητέρας της. Τα ερωτήματα ακούγονται δυνατότερα. Γιατί η μητέρα της είχε αγοράσει αυτόν τον πίνακα, λίγο πριν από τον θάνατό της; Γιατί της τον χάρισε; Τι ήθελε να της πει, μέσα από αυτή τη «χωρίς λόγια» διαθήκη; Αποφασίζει να ψάξει, ξεκινώντας από αυτή τη διαπεραστική σχισμή στη σιωπή. Αυτό το ζωγραφισμένο πέρασμα στο χθες, που μετατρέπεται σε κλειδί των σιωπών. Νοιώθει την ανάγκη να ξεδιπλώσει τον μίτο της μνήμης και των συναισθημάτων. Αναδύονται εικόνες και ήχοι από τα καλοκαίρια της στην Αίγινα. Ο νόστος ξεκινά.
Έναν αιώνα νωρίτερα, στα χρόνια του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη, η Θάλεια Φλωρά-Καραβία, γεννημένη στη Σιάτιστα, «ζει» τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 από την Κωνσταντινούπολη, ως μαθήτρια. Η κλίση στη ζωγραφική, πρόδηλη. Ο αδελφός της τη στέλνει στο Μόναχο, δίπλα στον Ιακωβίδη και τον Γύζη. Εμβαθύνει στο μέτρο, την αρμονία, τον ρεαλισμό. Όχι μόνο ως καλλιτεχνικό ρεύμα, αλλά ως πραγματικότητα, καθώς, ακόμα και στη Γερμανία, η Σχολή Καλών Τεχνών είναι απαγορευμένη στις γυναίκες, λόγω... φύλου. Έχοντας ζήσει, νωρίτερα, τα νέα ρεύματα και το... άνοιγμα της παλέτας στο Παρίσι, την τιμή να είναι η πρώτη γυναίκα που συμμετείχε σε έκθεση στον πολιτιστικό σύλλογο «Παρνασσός» στην Αθήνα, τον έρωτα με τον μετέπειτα σύζυγό της Ν. Καραβία, αλλά και τον δυναμισμό της διασποράς, με τους Μπενάκηδες (το σκίτσο του «Τρελαντώνη» στο φερώνυμο βιβλίο τής Π. Δέλτα είναι δικό της) και τον Καβάφη, στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, το 1912, αποφασίζει το πρωτόγνωρο. Να ταξιδέψει σε μιαν άλλη ανδροκρατούμενη, και κυρίως αιματηρή, πρώτη γραμμή. Αυτή του Α'' Βαλκανικού Πολέμου, που εκτυλίσσεται στην πατρίδα της τη Μακεδονία και στην Ήπειρο. Γίνεται η πρώτη... πολεμική ανταποκρίτρια. Σκιτσάροντας με απόλυτο ρεαλισμό, μιας και δεν υπάρχουν φωτογραφικές μηχανές, την Ιστορία με κάρβουνο και κιμωλία. Από τον στρατηλάτη βασιλιά ως τους απλούς μακεδονομάχους, τους πρώτους ήρωες μετά το ''21. Και μετά, στο Μικρασιατικό μέτωπο και στη Βόρεια Ήπειρο, το ''40. Σχολιάζοντας προφητικά, «τη δύναμη της ενιαίας προσπάθειας και της συνεργασίας, στον μεγάλο σκοπό του καθήκοντος προς την πατρίδα». Και την καθημερινότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, που την αναγκάζει «να κερδίζει τη ζωή της» ζωγραφίζοντας τα... πορτρέτα της μπουρζουαζίας.
Την ίδια εποχή, η όμορφη Ρένα Γρηγοριάδη μεγαλώνει σε ένα πολυτελές ρετιρέ, κοντά στο Μουσείο, καθώς ο πατέρας της έχει εργοστάσιο τσιγάρων. Μπορεί ν'' ανοίγει το παράθυρό της στο φως της Αττικής και της Ακρόπολης. Τα καλοκαίρια, στην Αίγινα, σ'' αυτό το παράθυρο του αιωνόβιου ελαιώνα και του ναού της Αφαίας. Στο νησί που επέλεξαν ο Καζαντζάκης για να μεταφράσει την Οδύσσεια, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Μόραλης, ο Τσαρούχης. Του νησιού της τέχνης που γεννάει καρπούς και των καρπών, με κορυφαίο αυτό της φιστικιάς, που γίνονται τέχνη. Όχι «Μύκονος της Αριστεράς». Των γραφικών αμαξών και των ψαροκάικων που λικνίζονται στο λιμάνι. Τα ξωκλήσια και τα τζιτζίκια. Το ηλιοβασίλεμα, που λούζει με την παλέτα των πορτοκαλί, των κόκκινων, των γρανιτένιων ροζ και των μοβ.
Η Ρένα, στα δεκαοκτώ, με προτροπή του αδελφού της, αλλά και του πατέρα της, φεύγει για το Παρίσι, όπου σπουδάζει σε μια από τις κουρυφαίες σχολές αρχιτεκτονική. Με το... καλημέρα συμμετέχει στην κατασκευή του Hilton Αθηνών. Η τύχη, όμως, έχει ραντεβού μαζί της στον Παρθενώνα, και όχι σε σαλέ των Αλπεων ή σε πάρτι της φοιτητικής εστίας, όπως συχνά γράφεται. Σε μια συνάντηση με κεφαλαία, όπως τη χαρακτήριζε, κι έχοντας προηγουμένως ζήσει οικότροφη στις Πολωνές αδελφές της οδού Βοζιράρ, γνωρίζει έναν Γάλλο δανδή. Τον Ζαν Λουί Ντιμά, γόνο μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες της Γαλλίας, που, αφού έπαιξε σε μπάντα τζαζ και ταξίδεψε ανά τον κόσμο ως... χίπης με ένα Citroen 2CV και με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι, πήρε τα ηνία του οίκου Hermes και τον μετέτρεψε σε παγκόσμιο κολοσσό αξίας πολλών δισ. Με χιλιάδες μαγαζιά ανά τον κόσμο. Διακοσμημένα, όπως και το κεντρικό, στο 24 της Φομπούρ Σεντ Ονορέ, από την Ελληνίδα αρχιτεκτόνισσα.
Του οίκου που στην αρχή, ως βιοτεχνία, κατασκεύαζε σέλες για ευγενείς και «κατέληξε» πουλώντας, μόνο την περίοδο των Χριστουγέννων, ένα μεταξωτό μαντίλι κάθε 25 δευτερόλεπτα. Αναγκάζοντας βασιλιάδες, αυτοκράτορες και τσάρους, όπως ο Ναπολέοντας, ο Νικόλαος της Ρωσίας και η Ελισάβετ, να περιμένουν στην ουρά. Μεταξωτά μαντίλια και φουλάρια σχεδιασμένα κι από την επίσης Ελληνίδα Ιουλία Λαλαγιάννη-Αμπατί, που εμπνέεται από κρητικές τοιχογραφίες, όπως και τον Ηλία Καφούρο. Αρώματα, ρολόγια και δερμάτινες τσάντες που βγαίνουν σε αριθμημένη, περιορισμένη παραγωγή, και τιμώνται ακόμα και αρκετές χιλιάδες ευρώ. Και τον ιδιοκτήτη τής Louis Vuitton να μένει... στο ακουστικό του, όταν έκανε πρόταση εξαγοράς μικρού ποσοστού του... γαλατικού χωριού πολυτελείας. «Μοιάζουμε με τους χωρικούς της Μεσογείου που δρέπουμε τους καρπούς της γης της», απαντούσε ο Ζαν Λουί Ντιμά. Άποψη που σεβάστηκε ακόμα και ο Γκοτιέ, όταν κλήθηκε να... υπηρετήσει. Ήθελαν να κρατήσουν τον Hermes στο πλαίσιο που θα τους επέτρεπε να τον διοικούν. Ως «πρέσβεις του ωραίου και της ταυτότητας», παρά ως ιδιοκτήτες του διάσημου.
Σ'' αυτή την κατεύθυνση, σημαντικό ρόλο έπαιξε η... Ελληνίδα αρχιτεκτόνισσα. Η αντι-ντίβα, που τόνιζε ότι «πρέπει να αμφισβητούμε το φαίνεσθαι». Η Ρένα, που ως ανεκπλήρωτο όνειρο είχε τη διακόσμηση μιας φυλακής. Και η Αίγινα. Το ελληνικό φως. Τα καλοκαίρια όπου, ακόμα και σήμερα, οι... απόγονοι συγκεντρώνονται στο πέτρινο ησυχαστήριο της πλαγιάς. Με τα παιδιά της Ρένας και του Ζαν Λουί, τη Σαντρίν και τον Πιερ-Αλέξις, σημερινό διευθυντή του Οίκου, να προτιμούν τη μυστική ιερότητα της Παχιάς Ράχης και των μοναχικών ελαιώνων παρά τα κοσμοπολίτικα θέρετρα. Οπως αποδεικνύει και η φωτογράφιση παγκόσμιων διαφημίσεων της εταιρείας στην Αίγινα. Με τα λεπτοκαμωμένα μοντέλα να προσπαθούν να συμπληρώσουν το φυσικό ανάγλυφο, το μεγαλείο του αυθεντικού, τις εκφράσεις «του φωτός που καίει». Την αιώνια αξία του κάλλους.
Όπως συνήθιζε να λέει η Ρένα Γρηγοριάδη-Ντιμά, μητέρα της Σαντρίν και μακρινή συγγενής της Θάλειας Φλωρά-Καραβία, θυμίζουν στον «Φ» άνθρωποι που τη γνώρισαν: «Στόχος είναι να διατηρηθεί η γνησιότητα της αρχής, το όνειρο που ακολουθούμε, η επαφή με την ουσία, τη λεπτομέρεια, τις αναλογίες, την απλότητα και τη γενναιόδωρη πράξη. Την ευθύνη που φέρνει ευτυχία. Σαν αυτή της συγκομιδής των φυσικών καρπών. Στη βάση των πραγματικών αναγκών. Με όπλο τον διάλογο. Μέσα από την αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων. Μακριά από το ατεκμηρίωτο και το εφήμερο».
Αυτό έκανε και η κόρη της. Συμπληρώνοντας το... χάσμα των γενεών. Προκειμένου να καταλάβει «τι σημαίνει, για εμένα, να είμαι Ελληνίδα σήμερα». Δεν έδωσε απάντηση. Μπήκε στο εσωτερικό της ερώτησης. Παρά το ότι, εκτός από την αμύθητη περιουσία της, μπορούσε να αρκεστεί στις δάφνες της δημοσιότητας, ως γνωστή ηθοποιός και σκηνοθέτης στη Γαλλία. Προτίμησε να προσθέσει στα ελληνικά των καλοκαιρινών διακοπών της τη λέξη «νόστος». Τον ψυχικό πόνο που γεννάει η λαχτάρα της επιστροφής. Ο πόνος της χαράς του γυρισμού. Η ρίζα της νοσταλγίας. Η νοσταλγία της ρίζας. Μετά την εξορία, που προκαλεί τη σιωπή. Χωρίς να ξεχνά την ακμή της διασποράς, όπου άνθησε ο Ελληνισμός. «Θα ήταν χρήσιμο να το θυμόμαστε, όταν βλέπουμε τη σημερινή κρίση στην Ελλάδα και την περιφρόνηση με την οποία συμπεριφερόμαστε σε αυτή τη χώρα», συνεχίζει να μας εκπλήσσει η... Ελληνογαλλίδα!
Στο γυναικείο ταξίδι του Οδυσσέα προς την Ιθάκη, εκεί που η Θάλεια ζωγράφισε τον πίνακα της γυναίκας με την ομπρέλα. Με τη Ρένα να βρίσκεται δίπλα της, στην αυλή, όπου είχε τοποθετήσει το καβαλέτο. Με τις σιωπές να διακόπτονται μονάχα από τον ήχο του πινέλου. Και τον πίνακα να αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο που πήραν μαζί τους. Οταν ο μεγάλος σεισμός του ''53 συγκλόνισε τις ζωές. Και σήμερα, ένα ακόμα κομμάτι μιας άρρητης μυσταγωγίας, μιας ζωντανής διαθήκης, της διαθήκης του φωτός, να αποτελεί τη συμφιλίωση της Σαντρίν με τον χαμό της μάνας. Που κείται δίπλα στον αγαπημένο της. Κάτω από την αιώνια ελιά και τον εκτυφλωτικό ήλιο που (μας) φανερώνει. Τα πανάρχαια προαπαιτούμενα.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο 2 Μαρτίου, τεύχος 70.