Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη
Πέρασαν δέκα χρόνια από εκείνη την Κυριακή του 2008 στο κλειστό του Τάε κβο ντο στο Φάληρο, που ο Α. Τσίπρας «καθάριζε» από τον πρώτο γύρο τον Φ. Κουβέλη στο 5ο Συνέδριο του κόμματος και γινόταν, χωρίς να είναι καν βουλευτής, ο νεότερος πολιτικός αρχηγός στην ιστορία της Ελλάδας. Είχε μόλις κάνει το επόμενο βήμα μιας καλοσχεδιασμένης πορείας προς την εξουσία. Είχε δώσει το επόμενο ραντεβού με την ελπίδα. Οχι τη λέξη που χρησιμοποίησε από τότε ως όχημα για την εξουσία. Αλλά την ουσία της. Το ίδιο το μέλλον της. Ραντεβού στο οποίο η ελπίδα ακόμα περιμένει...
Όπως περίμενε και ο ιστορικός ηγέτης της Αριστεράς Λ. Κύρκος, ο οποίος δημοσιοποιούσε, από τότε, την πικρία του για τον χαρακτήρα του νέου προέδρου. «Μου προξενεί εντύπωση το ότι δεν αισθάνθηκε ποτέ και σε καμία περίπτωση την ανάγκη να συζητήσει μαζί μου. Ποτέ δεν χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου, ποτέ μα ποτέ», αποκάλυψε στο βιβλίο του «Εκ βαθέων», καλώντας την Ανανεωτική Αριστερά να «απαλλαγεί από αυτή την καταστροφική συνύπαρξη», βάζοντας τέλος στο «πείραμα» του ΣΥΡΙΖΑ.
Το «καταστροφικό πείραμα ΣΥΡΙΖΑ» και προσωπικά του μακροβιότερου μνημονιακού πρωθυπουργού της χώρας δεν αποτελεί επιχείρημα της εκάστοτε αντιπολίτευσης. Από τον Α. Αλαβάνο, πολιτικό του γεννήτορα, ο οποίος τον χαρακτηρίζει «προδότη, Ιούδα» έως αφανείς συντρόφους του που έζησαν στο πετσί τους τι σημαίνει «φράξια Τσίπρα», κάνοντας λόγο για «αυλές που ξεπερνούν κάθε όριο». Όχι τώρα με τις... αριστερές απολύσεις στο... Κόκκινο. Εξαρχής, από τότε που το «θείο βρέφος» και συνάμα πολιτικός πατροκτόνος, ακολουθώντας πιστά τη ρήση του αγαπημένου του Τσε («είναι θλιβερό να μην έχεις φίλους, αλλά είναι ακόμα πιο θλιβερό να μην έχεις εχθρούς...»), δεν έβαζε στην άκρη μόνο τα «εικονοστάσια» της Αριστεράς. Απέπεμπε στεγνά από πολιτικά στελέχη έως εργαζόμενους, προκειμένου να εγκαθιδρύσει τη δική του ομάδα «Ταλιμπάν». Στο πλαίσιο, αυταπόδεικτα, όχι της «αντιμετώπισης των κολλητών και των πελατειακών σχέσεων», αλλά της μεθοδικής εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος.
Το καταστροφικό πείραμα ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί καθημερινό βίωμα εκατομμυρίων Ελλήνων που νιώθουν στο πετσί τους τα αποτελέσματα μιας τυχοδιωκτικής πολιτικής. Της «πιο πουλημένης κυβέρνησης του τόπου», όπως κατηγορείται. Τα δέκα χρόνια απάτης έχουν πρωταγωνιστή. Τον ζηλωτή του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», που δεν δίσταζε εξαρχής να βγάλει γλώσσα στο σύστημα. Να δηλώσει ηγέτης, όχι «μιας καθωσπρέπει σοβαρής και χρήσιμης δύναμης». Διατηρώντας όμως ταυτόχρονα για τον εαυτό του μια ιδιότυπη σχέση με τη διαπλοκή. Από τους νταβατζήδες και τα διαπλεκόμενα στην πρώτη ομιλία του 2008, έως τις γάτες Ιμαλαΐων, τις τροπολογίες για τη ΣΕΚΑΠ, τα καζίνο και τις στοιχηματικές εταιρείες του 2018. Αποδεικνύοντας καθημερινά, επί δεκαετία, ότι το αγαπημένο του παιχνίδι είναι αυτό των συνεχών πολιτικών μεταλλάξεων. Από την ανοχή στις κουκούλες που έκαψαν την Αθήνα τον μαύρο Δεκέμβρη ώς τις κουκούλες των μαρτύρων της Novartis. Από τη μετανάστρια από τη Σιέρα Λεόνε που κοιτούσε σαν χαμένη στη δεξίωση της Προεδρίας της Δημοκρατίας vς τα «στρατόπεδα θανάτου» της Μόριας και τις καταγγελίες της Διεθνούς Αμνηστίας. Από την καταγγελία των stage για ανασφάλιστη εργασία ώς τα 5μηνα και τα 8μηνα στους δήμους και τις προσλήψεις «κατά προτεραιότητα», ακόμα και μέσω ΑΣΕΠ. Από τις συνεχείς επικλήσεις αυτών «που βλέπουν το πτυχίο και το μεταπτυχιακό δίπλωμα να τους εξασφαλίζει με το ζόρι μια δουλειά των 600 ή 700 ευρώ» στο brain drain και την εκ περιτροπής ανασφάλιστη εργασία της γενιάς των 360 ευρώ. Από το «βύσμα» φίλο του Τσοχατζόπουλου που του εξασφάλισε προνομιακό καθεστώς στον στρατό, στη... στολή παραλλαγής για την από κοινού παρακολούθηση ασκήσεων με τον Π. Καμμένο.
Παραπλάνηση στο «πόπολο»
Κάποιοι πίστεψαν ότι οι μεταλλάξεις σηματοδοτούσαν τη ζητούμενη από πολλούς στροφή στον ρεαλισμό. Λησμονώντας ότι ο ρεαλισμός συνοδεύεται από συναίνεση, από υλοποιήσιμες θέσεις και από πολιτική βούληση. Οχι από διαπιστώσεις. Περί «ανάγκης αλλαγής των συσχετισμών», στο πλαίσιο της πτώσης... του υπαρκτού καπιταλισμού. Ουδέποτε έδωσε πειστικές απαντήσεις. Στο πώς θα αυξήσει τη ζήτηση, το λαϊκό εισόδημα, πώς θα διπλασιάσει τους μισθούς χωρίς να εκτιναχθεί το έλλειμμα, χωρίς να τιναχτεί στον αέρα η ελληνική οικονομία και να οδηγηθεί η χώρα εκτός Ε.Ε. Πάντα πουλούσε ανέξοδα στο... πόπολο «λύσεις», όπως αυτή της πρόσληψης από το κράτος 100 χιλιάδων ατόμων. Κι όταν «ξεπούλησε», άλλαξε το παραμύθι. Που τώρα, όπως όλα δείχνουν, θα πάρει τη μορφή νέων αυξήσεων στο Δημόσιο... Έχοντας, όπως τότε στο debate του 2009, πλήρη επίγνωση για το μέγεθος των τεράστιων ελλειμμάτων. («Μέσα στο 2009 έχουμε δανειστεί πάνω από 55 δισ. ευρώ, από 40 που ήταν στον προϋπολογισμό, και θα φτάσουμε στα 60».) Ωστόσο, άλλοι έμειναν στην ιστορία για το «λεφτά υπάρχουν». Κι όμως, είναι ο ίδιος άνθρωπος που, λίγο πριν από τις εκλογές του 2012, δήλωνε απολύτως πεπεισμένος για την ανάγκη και τη δυνατότητα μείωσης στο μισό των κρατικοδίαιτων στελεχών: «Πηγαίνετε σε ένα υπουργείο και θα δείτε πάρα πολλούς αργόμισθους. Ας ξεκινήσουμε από κάτι που μπορούμε να κάνουμε. Γιατί αν η Αριστερά δεν κάνει τομές στον τρόπο διακυβέρνησης και τη διαφάνεια θα είναι σαν να πέρασε και δεν ακούμπησε».
Η πολιτική απάτη είναι μέγεθος ανάλογο της πολιτικής συρρίκνωσης. Και συνοδεύεται από τη στρατηγική της έντασης και της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης φθοράς του αντιπάλου. Της τοξικότητας και της λάσπης. Στο πλαίσιο ενός παρατεταμένου ανορθόδοξου πολέμου. Μιας νέας ψευδαίσθησης. Πιο επιζήμιας από τα δεκάδες δισ. με τα οποία επιβάρυνε τη χώρα εξαιτίας των «Go Back κυρία Μέρκελ». Τους ζουρνάδες και τα νταούλια. Του σχισίματος των μνημονίων με ένα άρθρο κι ένα νόμο. Του... παράλληλου προγράμματος της Θεσσαλονίκης, που όπως όλα τα παράλληλα, επίσης «πέρασε και δεν ακούμπησε». Της κατάργησης του «παράλογου ΕΝΦΙΑ». Της «απαγόρευσης» των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας «για να ξεπληρωθούν τοκογλυφικά δάνεια». Των «ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα», που μεταλλάχτηκαν στη μεγαλύτερη υπερφορολόγηση ever. Των δεκάδων μικρών και μεγάλων ΟΧΙ που έγιναν ΝΑΙ. Οδηγώντας την Ελλάδα και τη μεσαία τάξη... στα τέσσερα.
Τώρα έχει μπει μπροστά το επόμενο στάδιο του «αντάρτικου», σύμφωνα με τη θεωρία του δασκάλου Μάο Τσε. «Οταν ο εχθρός προελαύνει, υποχωρώ. Όταν ο εχθρός στρατοπεδεύει, τον ενοχλώ. Οταν ο εχθρός εξαντλείται, τον σφυροκοπώ. Όταν ο εχθρός υποχωρεί, τον καταδιώκω». Ο Α. Τσίπρας γνωρίζει ότι χωρίς πολιτικό στόχο ο... ανταρτοπόλεμος θα αποτύχει. Και σ'' αυτόν έχει ήδη συμφωνήσει ακόμη και με τον πρώην “«ιδεολογικό» του αντίπαλο. Τον Ελληνα εθνικιστή «Τζιανγκ Καϊσέκ» Πάνο Καμμένο. Και ο στόχος είναι η διατήρηση στην εξουσία. Πρέπει, όμως, κι «ο λαός να διαφωτιστεί». Υπό το φως της πρότερης εμπειρίας. Των «λερωμένων του συστήματος». Καθώς ο εχθρός είναι η βασική πηγή εφοδιασμού. («Σκοπός είναι να επιμηκύνουμε την περίοδο που ο εχθρός πρέπει να βρίσκεται σε άμυνα».) Τώρα που έχουν εξαντληθεί τα... δικά μας οπλοστάσια. Είτε λέγονται οικονομία, όπου δεν μπορεί να ανακληθεί η υπογραφή στην επίσπευση της μείωσης του αφορολόγητου και των κύριων συντάξεων. Του 4ου μνημονίου. (Λίγες μέρες νωρίτερα δυσκολευόταν να πιστέψει τα θετικά μηνύματα που θα τον έκαναν να φορέσει ακόμα και γραβάτα.) Είτε λέγεται εξωτερική πολιτική, όπου το Μακεδονικό μετατράπηκε σε αντικυβερνητική διαμαρτυρία, με τους συμμετέχοντες στα συλλαλητήρια να μην καλουπώνονται ούτε να πειθαναγκάζονται.
Το πρόβλημα για τη χώρα είναι ότι το «μεγάλο άλμα προς τα εμπρός», αν συνεχιστεί, διαφαίνεται πως θα επιφέρει μεγαλύτερο κακό από την εν εξελίξει οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Καθώς βάλλει απευθείας εναντίον των θεσμών, της Δημοκρατίας, της αναγκαίας συναίνεσης με στόχο την επίλυση υπαρκτών χρόνιων προβλημάτων που μαστίζουν τη χώρα, σε μια από τις κρισιμότερες ιστορικά συγκυρίες.
Με τον... δεκάχρονο ηγέτη να δηλώνει «συνεχίζουμε με το ίδιο πάθος, τον ίδιο ενθουσιασμό, την ίδια (ίσως και λίγο παραπάνω) τόλμη... Αν και με αρκετές περισσότερες πια άσπρες τρίχες στα μαλλιά...». Και την πλειοψηφία να του απαντά:
«Ο λύκος κι αν εγέρασε...». Καθώς, ακόμα και τώρα, δεν θέλει να αποτινάξει το «βάρος» της μετακύλισης των ευθυνών στους άλλους. Να αναλάβει, όχι μόνο την εξουσία, που θα έλεγε και η συμβία του, αλλά, κυρίως, τις ευθύνες του. Να δώσει απάντηση στο βασικό ερώτημα που ο ίδιος εξαρχής έθεσε: «Ποιο είναι αλήθεια το αντικείμενο της πολιτικής; Το ρουσφέτι, τα δικά μας παιδιά, οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις για καλύτερες μέρες; Ή η καθημερινότητά μας, η ίδια μας η ζωή; Η διαπλοκή και τα σκάνδαλα, ή το δικαίωμά μας να ζούμε από τη δουλειά μας με αξιοπρέπεια;». Αν η απάντηση αφορούσε τον ίδιο δεν θα αποτελούσε ιδιαίτερο πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι, εδώ και δέκα χρόνια, αφορά τη χώρα.