Υπάρχει ένα 60% του ελληνικού λαού που στην πολιτική του σκέψη και συμπεριφορά, λειτουργεί κατά βάση ανορθολογικά. Είτε είναι έρμαιο θεωριών συνωμοσίας, είτε έχει ανάγκη να πιστέψει σε παραμύθια και εξόφθαλμα ανεφάρμοστες υποσχέσεις, είτε κινείται μόνο βάσει του θυμικού και των πρόσκαιρων συναισθημάτων του, είτε είναι αιχμάλωτο μεταφυσικών ιδεοληψιών και ακραίων κατεδαφιστικών θεωριών, είτε είναι ανίκανο να συνδέσει την έννοια του ατομικού συμφέροντος με το γενικό συμφέρον. Αυτό το 60%, αν δημιουργηθούν οι αντικειμενικές συνθήκες για να αθροιστεί και να εκφραστεί ενιαία, είναι καθαρή πλειοψηφία μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Υπάρχει ένα άλλο 40% που η πολιτική του σκέψη και συμπεριφορά, είναι κατά βάση ορθολογικές. Υιοθετεί τη λογική ανάλυση ως μέθοδο διαμόρφωσης της γνώμης του, μετέχει σε συζητήσεις με ανοικτή διάθεση να αλλάξει ή να αναδιαμορφώσει την άποψη του αν πεισθεί, αντιλαμβάνεται τις εξελίξεις στον τοπικό, στον εθνικό και στον διεθνή περίγυρο, κατανοεί ότι το ατομικό ή οικογενειακό του συμφέρον δεν μπορεί να αποκοπεί από το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον και αρνείται να καταπιεί αμάσητες τις εξωφρενικές θεωρίες που διακινούνται γύρω του ή τις γαλαντόμες υποσχέσεις που λαμβάνει από λαϊκιστές και πολιτικούς απατεώνες. Αυτό το 40% είναι μειοψηφία μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Η θεμελιώδης διαφορά αυτών των δύο «στρατοπέδων» είναι η εκλογική τους συμπεριφορά. Το 40%, επειδή είναι ικανό να διακρίνει τα πραγματικά διλήμματα που καθορίζουν τη ζωή του και έχοντας επίγνωση των επιπτώσεων κάθε κρίσιμης επιλογής του, καταλήγει να υπερψηφίζει σχεδόν ενιαία ηγέτες και κόμματα που αποκρυσταλλώνουν κατά το εφικτό τη βαθύτερη και ουσιαστικότερη αναζήτηση τους. Τη συλλογική και ατομική πορεία προς τα εμπρός, μέσα από συμβιβασμούς και ήρεμο ζύγισμα των δεδομένων. Γι αυτό, αυτό το 40%, αν και πρακτικά ολιγομελέστερο, φτιάχνει κυβερνήσεις.
Αντιθέτως, το «μεγάλο» 60%, δεν είναι ικανό να αποκτήσει ενιαία και αποτελεσματική εκλογική συμπεριφορά. Τη μοναδική φορά που επιτεύχθηκε κάτι τέτοιο ήταν στο δημοψήφισμα του 2015. Κινούμενο από την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά και όντας διαρκώς στο όριο ανάμεσα στη θεσμική συμμετοχή και την καταγγελτική αποχή, αγόμενο και φερόμενο από ατελέσφορες και συνωμοσιολογικές θεωρίες, απεχθανόμενο εκ φύσεως κάθε ιδέα συμβιβασμού σ’ έναν κόσμο που θεωρεί ότι κατασκευάστηκε εναντίον του, αποδεικνύεται ανίκανο να λειτουργήσει συναινετικά και λογικά. Γι αυτό και μόλις πλησιάσει την κάλπη, γίνεται εκατό κομμάτια. Όπερ, αν και αριθμητική πλειοψηφία, είναι πρακτικά αδύνατο να μεταβληθεί σε πολιτική πλειοψηφία.
Η κυβέρνηση και ένα κομμάτι του ΠΑΣΟΚ (αυτοί έχουν απομείνει) πρέπει να συνεχίσουν να μιλούν, να εξηγούν τις θέσεις τους και να θέτουν τα διλήμματα τους. Παρά την αντιξοότητα των σημερινών συνθηκών, πρέπει να συνεχίσουν να επιχειρηματολογούν και ας μοιάζει με κολύμπι κόντρα στο ρεύμα του ποταμού. Αυτό το κρίσιμο 40% χρειάζεται τροφοδότηση για να συνεχίσει να υπάρχει. Αλλιώς, το αντίπαλο 60% είναι ικανό να το ισοπεδώσει, όχι στην πολιτική εκπροσώπηση αλλά στους δρόμους. Αν συντηρηθεί αυτό το 40%, η χώρα δεν θα ξανα κινδυνέψει να παιχτεί στα ζάρια, όπως προ δεκαετίας. Καθότι σήμερα, το παγκόσμιο τάβλι είναι πολύ πιο αδυσώπητο από τότε. Άρα, το 40% και τα μάτια μας…