Κάθε κοινωνία είναι υπεύθυνη για τη μοίρα της και έχει την ευθύνη της τύχης της. Αυτά που έλεγα στα νιάτα μου, ότι για την ιστορική πορεία μιας χώρας φταίνε οι ξένοι ή οι αποικιοκράτες ή οι καπιταλιστές ή οι μεσάζοντες ή οι κομπραδόροι ή οι διεφθαρμένοι πολιτικοί ή τα ανώριμα κόμματα και ούτω καθ’ εξής, τα έχω πετάξει από καιρό στο καλάθι των αχρήστων. Όλοι και όλα φταίνε λίγο ως πολύ, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα, φταίει το στραβό μας το κεφάλι και τα εύπεπτα ή εξοργισμένα παραμύθια που το καθοδηγούν. Δε γουστάρουμε να βελτιωθούμε, ούτε να σουλουπωθούμε, ούτε να νοικοκυρευτούμε, ούτε να κανονικοποιηθούμε. Δε θέλουμε βρε αδερφέ. Μπααα…
Και επειδή σουλούπωμα με το ζόρι δε γίνεται, η χώρα θα ακολουθεί διαρκώς αυτό τον αέναο κύκλο, το γύρισμα του οποίου είναι σήμερα φανερό σε όποιον διαθέτει στοιχειώδες νιονιό. Θα πηγαίνουμε πάντα από μια πενταετία μικρής βελτίωσης σε μια δεκαετία κρίσης και τανάπαλιν. Τώρα ζούμε τη στροφή προς την κρίση και ας μου διαμαρτύρονται διάφοροι ότι είμαι μηδενιστής και απαισιόδοξος και τα βλέπω όλα μαύρα. Συμπαθάτε με αναγνώστες μου, αλλά τα βλέπω όπως είναι.
Επειδή λοιπόν μας θεωρώ υπεύθυνους της μοίρας μας και των επιλογών μας, έχω πάψει από καιρό και να στενοχωριέμαι ή να καταθλίβομαι απ’ αυτά που βλέπω γύρω μου και απ’ αυτά που προβλέπω ότι πολύ σύντομα θα μας χτυπήσουν κατακέφαλα. Παλιά έλεγα ότι η ζωή αξίζει όταν την παλεύεις, τώρα πια έχω μάθει πέραν πάσης βεβαιότητας ότι η ζωή είτε σε μαθαίνει να υπομένεις, είτε σε πατάει κάτω. Στους πρώτους, μαζί με την υπομονή τους μαθαίνει και να φυλάγονται. Καθότι η κρίση και τα σκάγια πάνε μαζί. Αυτά τα ελπιδοφόρα για σήμερα.
Υ.Γ. (Δε θα ξεχάσω ποτέ έναν μεγαλοδημοσιογράφο από το μακρινό 2000-01 και τότε προϊστάμενο μου, όταν ο Τάσος Γιαννίτσης σαν υπουργός εργασίας είχε προσπαθήσει να αλλάξει το ασφαλιστικό. Κορυφαίος διαμορφωτής της κοινής γνώμης οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα ο προϊστάμενος, περνούσε τον Γιαννίτση καθημερινά γενεές δεκατέσσερις. Άθλιο τον ανέβαζε, αλήτη τον κατέβαζε.
Και όταν, νεαρός ρεπόρτερ εγώ, μπήκα στο γραφείο του και τον ενημέρωσα ότι έληξε το θέμα διότι ο πρωθυπουργός απέσυρε το ασφαλιστικό Γιαννίτση, μου είπε κυνικά. «Άρα ο Σημίτης αφήνει το ασφαλιστικό μας στη μοίρα του, δε θέλει να το λύσει.» Θα πρέπει να τον κοίταξα χαζά και γεμάτος έκπληξη, διότι συνέχισε στο καπάκι. «Εγώ δεν είπα ποτέ ότι δε θέλω να λυθεί το ασφαλιστικό. Θέλω να λύσουν, αλλά χωρίς να με πειράξουν.»
Όταν φαλίραμε εξ αιτίας και του άλυτου ασφαλιστικού, ο προϊστάμενος είχε πεθάνει και δεν μπορούσα να πάω να του πω δυο κουβέντες. Αλλά και να του τις έλεγα, πάλι άλλοι θα φταίγανε…)