Όταν ο γείτονας στέκεται στην άκρη του φράκτη που χωρίζει τους κήπους σας και σε απειλεί ότι θα ‘ρθει ξαφνικά νύχτα να σε αρπάξει απ’ τον λαιμό, κανονικά εσύ του ανταπαντάς «κόπιασε και θα δεις τι θα πάθεις». Αλλά για να έχει πρακτική αξία η απάντηση σου, πρέπει να λαγοκοιμάσαι με το ένα μάτι ανοικτό και μ’ ένα στειλιάρι δίπλα στο προσκέφαλο σου, έτοιμος να το χρησιμοποιήσεις.
Αν ανταπαντήσεις τσαμπουκαλίδικα κάνοντας μπλόφα, πιστεύοντας δηλαδή ότι ο γείτονας είναι σκύλος που γαβγίζει αλλά δεν δαγκώνει, τότε παίζεις το κεφάλι σου. Μπορεί η εκτίμηση σου να αποδειχθεί λάθος και κάποιο ξημέρωμα, εκεί που ροχαλίζεις μακάρια, να νιώσεις την βρώμικη ανάσα του στο πρόσωπο σου και το χέρι του στον λαιμό σου. Τότε θα είναι αργά.
Κοντολογίς, αν αποφασίσεις να υπερασπιστείς στο σπίτι σου από τον σφετεριστή, πρέπει να είσαι έτοιμος και αποφασισμένος να πολεμήσεις. Η Ελλάδα είναι έτοιμη. Πριν τρία-τέσσερα χρόνια δεν ήταν, ούτε οβίδες για τα τεθωρακισμένα της δεν είχε, οι τορπιλοσωλήνες των υποβρυχίων της ήταν άδειοι. Τώρα το στειλιάρι υπάρχει δίπλα στο κρεβάτι μας. Επ’ αυτού ο Μητσοτάκης έκανε δουλειά, δεν θα μας βρουν ούτε άοπλους, ούτε υποδεέστερους.
Είμαστε όμως έτοιμοι να πολεμήσουμε; Η κυβέρνηση, αλλά και το κεντρικό πολιτικό προσωπικό της, πιστεύω πως είναι. Για τις ένοπλες δυνάμεις μας, δεν το πιστεύω απλώς, είμαι σίγουρος ότι είναι έτοιμες. Πλην έναν πόλεμο δεν τον κερδίζουν ούτε τα ντουφέκια, ούτε οι επαγγελματίες στρατιώτες, ούτε οι ηγεσίες. Δίχως αυτούς τους ανθρώπους και δίχως αυτά τα μέσα δεν γίνεται, αλλά κι αυτά από μόνα τους δεν αρκούν.
Τους πολέμους τους κερδίζουν ή τους χάνουν σύσσωμες οι κοινωνίες. Δίνοντας τους γιους τους για τα πεδία όπου πέφτουν κορμιά, αδειάζοντας τις τσέπες τους πάνω στο εθνικό τραπέζι για τα πολεμικά έξοδα, υπομένοντας υποχωρήσεις πενταετιών και δεκαετιών στο επίπεδο της ζωής τους. Είναι έτοιμος, το λοιπόν, ο Έλληνας να πολεμήσει; Αυτός που φωνάζει κάθε μέρα «ρίξτους» ή «βούλιαξε τους» ή «απάντησε τους σκληρά», έχει έτοιμο και τον γιο να φύγει για Λέσβο ή Έβρο; Έχει βγάλει τα λεφτά του πάνω στο τραπέζι;
Ή μήπως εννοεί ότι θα πολεμήσουν κάποιοι άλλοι γιοί; Και θα πληρώσουν κάποιοι άλλοι συν-πατριώτες; Και θα ταλαιπωρηθούν κάποιοι άλλοι συν-χωριανοί; Μήπως εννοεί ότι το δικό του αδιαπραγμάτευτο εθνικό καθήκον εξαντλείται στο να φωνάζει «απάνω τους» απ’ τα μετόπισθεν κι έπειτα να στείλει άλλους να ματώσουν και να πληρώσουν; Κι αν μεν κερδίσουν (αυτοί που θα πολεμήσουν) εκείνος να μείνει ανικανοποίητος απ’ τα λιγοστά κέρδη, ενώ αν χάσουν να τους βγάλει προδότες και ριψάσπιδες;
Εδώ σε θέλω κάβουρα. Αν πράγματι έχουμε συνειδητοποιήσει τι σημαίνει το «θα πολεμήσουμε», τότε να πούμε ευθέως και ξεκάθαρα στους απέναντι «ελάτε νύχτα ρε μάγκες και δεν θα δείτε ξημέρωμα». Αλλιώς, αν παριστάνουμε τα αντράκια εκ του μακρόθεν, αν φαντασιωνόμαστε νίκες δίχως κόστη και θυσίες, τότε καλύτερα να κάτσουμε σ’ ένα τραπέζι από τώρα κι ό,τι περισώσουμε.