Από την ώρα που ξάπλωσα στο κρεβάτι, άρχισε να με ψέλνει. Σαν πολυβόλο. Όση ταχύτητα είχε στα χέρια του και μαεστρία στα δάκτυλα του, διπλή είχε στη γλώσσα του και στη σκέψη του. Να μην παρεξηγηθώ, για γιατρό ομιλώ. Και για κρεβάτι θεραπείας, στο οποίο υποχρεώθηκα να ξαπλώσω επί εικοσιπεντάλεπτο, μήπως και συνέλθω από έκτακτο πόνο που ενέσκηψε και με τσάκιζε. Ε, επί είκοσι πέντε λεπτά, ο γιατρός μου άλλαξε τα φώτα στην κριτική. Κι εγώ αμίλητος. Μιλάνε στον γιατρό;
Εμ, δεν μιλάνε. Εξάλλου να με φέρει στα ίσα μου πάλευε ο άνθρωπος, να πάψω να πονάω και να υποφέρω. Οπότε οι αντιρρήσεις και οι ενστάσεις, κομμένες. Έκανα μουγκή υπομονή, ελπίζοντας να περάσει γρήγορα το εικοσιπεντάλεπτο μαζί με τους πόνους μου. Κι ο γιατρός ενόσω δούλευε, μιλούσε παράλληλα. Διαμαρτυρόταν. Τσαντιζόταν. Εξανίστατο. Τα έβαζε με όλους και με όλα. Τον έπνιγε το δίκιο. Ή μάλλον η κοινωνική αδικία και η πολιτική αναισχυντία τον έπνιγαν. Και τις κατακεραύνωνε.
«Ανοίγω το ένα κανάλι, μετά το άλλο, μετά το τρίτο, βλέπω τις ίδιες ακριβώς ειδήσεις. Είναι δυνατόν; Ποιος σας τις υπαγορεύει; Πώς γίνεται να λέτε όλοι σας ακριβώς τα ίδια πράγματα; Όλοι τον Άδωνι δείχνετε. Κανένας άλλος δεν υπάρχει δηλαδή; Αλλά κάποτε υπήρχε λαϊκό κίνημα. Έβγαινε στον δρόμο και έτρεμε το σύστημα. Ενώ τώρα όλους τους κοιμίσατε. Κάθονται σαν χάνοι στον καναπέ και δεν κουνιούνται. Βγείτε ρε στον δρόμο, να δείτε πως έρχεται τούμπα ο κόσμος.
»Αλλά βέβαια, αυτός που έχει χάσει την αξιοπρέπεια του, δεν βγαίνει στον δρόμο να διεκδικήσει. Κάθεται σαν το σκυλί που περιμένει το ξεροκόμματο απ’ το αφεντικό του. Επιδόματα ξεροκόμματα, μ’ αυτά ταΐζουν τον κόσμο κι εκείνος έχει μεταβληθεί σε σκυλί που κουνάει την ουρά του. Μπορεί ένα σκυλί να βγει και να διεκδικήσει δημοκρατία; Όχι βέβαια. Μόνο οι καλλιτέχνες έχουν κότσια γιατί η πείνα φτιάχνει αγωνιστές. Όλοι οι άλλοι μ’ ένα κουπονάκι τρέχουν στον Κούλη. Fuel pass και market pass και κουραφέξαλα. Αυτή την κοινωνία είχαμε ονειρευτεί; Γι αυτήν παλέψαμε;»
Επί εικοσιπένταλεπτο με πήγαινε έτσι. Άχνα εγώ, όπως ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου. Πλην έφτασε επιτέλους η στιγμή να φύγω. «Ευχαριστώ γιατρέ, τι σου χρωστάω;» τον ρώτησα. Με χαιρέτησε και με παρέπεμψε στην κοπέλα που καθόταν στην ρεσεψιόν του ιατρείου. «Ογδόντα ευρώ κύριε» μου είπε εκείνη. Μα μόλις είδε την κάρτα στο χέρι μου, συνέχισε «δυστυχώς το pos έχει χαλάσει, μετρητά δεν έχετε;» Έβγαλα ογδόντα ευρώ μετρητά και τα άφησα πάνω στον πάγκο. Τα σούφρωσε με την μία, δίχως να κάνει καμιά άλλη κίνηση.
«Απόδειξη δεν θα μου δώσετε;» την ρώτησα σμίγοντας τα φρύδια μου. Με κοίταξε με τα δυο παιχνιδιάρικα ματάκια της, με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση απομάκρυνε το εικοσάρικο από τα υπόλοιπα χρήματα, το έσπρωξε προς το μέρος μου και μου απάντησε. «Έχει τελειώσει το μπλοκάκι των χειρόγραφων αποδείξεων, εγώ φταίω. Αφήστε εξήντα και στην επόμενη φορά, θα σας κόψουμε απόδειξη και για τις δύο επισκέψεις. Θα μας ξανάρθετε έτσι κι αλλιώς, σωστά;»
Πολύ σωστά… Γύρισα και κοίταξα στην αίθουσα αναμονής. Περίμεναν έξι άτομα. Έξι ογδοντάρια χωρίς απόδειξη, μόνο εκείνη την ώρα. Δίκιο είχε τελικά ο επαναστατημένος γιατρός. Είναι δημοκρατία αυτή;