Η θειά μου η Χαρίκλεια δεν διαβάζει Financial Times. Ούτε το Economist διαβάζει βέβαια. Όπερ, μήτε ευτυχής μήτε δυστυχής νιώθει από τις βαθυστόχαστες και μακροσκελείς αναφορές του διεθνούς τύπου για την οικονομική πορεία της Ελλάδας. Το αν ζει μέσα σ’ έναν οικονομικό παράδεισο ή σε κοινωνία ανθρωπιστικής καταστροφής και κρίσης, δεν θα της το πουν τα ευρωπαϊκά ή τα αμερικάνικα έντυπα. Ξέρει αυτή.
Το πρώτο που κοιτάζει είναι την σύνταξη που παίρνει κι αν την φτάνει. Εδώ μπαίνει το θέμα των τιμών στο σούπερ μάρκετ και πόσο αυξάνονται. Αυτό είναι το πρόβλημα με το οποίο κοιμάται και ξυπνά, η καθημερινότητά της δηλαδή, που ομολογουμένως δεν είναι ρόδινη. Βέβαια, έχει πάψει να μειώνεται η σύνταξή της σαν κάποτε, παίρνει πότε-πότε και κάτι ψευτοαυξήσεις, αλλά το ισοζύγιο δεν την ικανοποιεί. Πλην η σκέψη της δεν σταματά εκεί.
Επειδή έχει περάσει πολλά στην ζωή της, σκαμπανεβάσματα πρόσκαιρης ευμάρειας και απρόσμενων καταβυθίσεων, έχει γίνει αρκετά σοφή για να υπολογίζει κι άλλα πράγματα. Σκέφτεται αν τα παιδιά της (μεγάλοι άνθρωποι πια κι αυτοί) έχουν δουλειά και αν τα βγάζουν πέρα με δυσκολία ή σχετική άνεση. Καθότι δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τον καιρό που με την σύνταξη της (που τότε κοβόταν διαρκώς) τάιζε τις οικογένειες τους και πλήρωνε τα φροντιστήρια των εγγονιών της.
Και τα εγγόνια της σκέφτεται, που τώρα μπαίνουν στην αγορά εργασίας. Την ενδιαφέρει πολύ να τα δει να βρίσκουν μια δουλειά εδώ στην Ελλάδα κι όχι να τα αποχαιρετά κάθε τόσο για το αεροδρόμιο. Καθότι, ουκ ολίγα είναι τα γειτονάκια που έφυγαν την περασμένη δεκαετία να δουλέψουν στα Λονδίνα ή τα Άμστερνταμ και ξώμειναν εκεί. Ναι, έξω πληρώνουν καλύτερα, αλλά όπως και να το κάνουμε η ξενιτειά είναι ξενιτειά, τουλάχιστον στα μάτια των παλιότερων που δεν έχουν συνειδητοποιήσει πόσο έχει μικρύνει ο κόσμος μας.
Προφανώς θυμώνει όταν πάει στον γιατρό και πληρώνει ή όταν πάει στο νοσοκομείο και περιμένει με τις ώρες, θα ήθελε φυσικά αυτές οι υπηρεσίες να είναι πολύ καλύτερες. Διαθέτει όμως ακόμα την στοιχειώδη ικανότητα να θυμάται, οπότε ξέρει πως σε τούτη τη ζωή κάθε βελτίωση έρχεται αργά-αργά, ενώ η επιδείνωση μπορεί να είναι αστραπιαία. Όποιον λοιπόν υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια αύριο το πρωί, τον καταφρονεί. Ξέρει πως δεν θα τα κάνει.
Ναι, φυσικά πιστεύει ότι οι πολιτικοί κλέβουν και αλληκαλύπτουν τις απατεωνίες τους, αλλά πιστεύει ότι το κάνουν όλοι ανεξαιρέτως. Το ηθικό πλεονέκτημα το ‘χει στην ίδια κατηγορία με το λεφτόδεντρο, ξέρει πως αμφότερα είναι ανύπαρκτα. Έχει επίγνωση πως έτσι κι αλλιώς κάποιοι απ’ αυτούς τους πολιτικούς θα κυβερνήσουν εν τέλει και ότι είναι χίλιες φορές προτιμότερη η σταθερότητα μ’ αυτούς που ξέρει παρά η ανακατωσούρα μ’ αυτούς που όταν θα ‘ρθουν θα γίνουν χειρότεροι από κείνους που κατηγορούν.
Η θειά μου η Χαρίκλεια έχει πλήρη επίγνωση ότι ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται κι αυτή νιώθει αρνί, όχι λύκος. Βέβαια, την ενόχλησε πολύ το θέμα του γάμου ανάμεσα σε δυο άντρες ή δυο γυναίκες, στην εποχή της δεν γίνονταν αυτά. Της τριβελίζει τ’ αυτιά και ο παπάς κάθε Κυριακή να καταδικάσει τους αμαρτωλούς, αλλά κι αυτός δεν είναι κανένας άγιος ή ενάρετος για να της παριστάνει τον εκπρόσωπο του Θεού πάνω στην γη. Το βάζει το χεράκι του στο παγκάρι, ξέρει η θειά μου τι γίνεται στην ενορία της.
Οπότε θα σκεφτεί μόνη της, θα κρίνει μόνη της, θα αποφασίσει μόνη της. Έχει και μνήμη και κρίση και λογική…
Υ.Γ. Κατηφορίστε λίγο στο σάιτ μέχρι το «Τέχνη και Πολιτισμός», να μάθετε για το καινούριο μου βιβλίο «Μια σταγόνα μυθολογία». Αξίζει, θαρρώ, τον κόπο.