Τον είχα γνωρίσει τον Κωνσταντίνο. Στα γηρατειά του φαινόταν ένα προσηνές και καλό γεροντάκι που είχε συμβιβαστεί με την ιστορική του τύχη. Στα νιάτα του δεν τον πρόλαβα για να έχω ιδίαν άποψη περί του πως ήταν και τι σκεπτόταν, υποθέτω πάντως ότι οι δυο αυτές περίοδοι είχαν ελάχιστες ή καθόλου ομοιότητες. Στην δύση της ζωής του ήταν επίσης ένα πλούσιο γεροντάκι, περιτριγυρισμένο από πλούσιους και γαλαζοαίματους. Μην τα ξεχνάμε κι αυτά, υπό την έννοια ότι δεν δούλεψε και ποτέ του ο τέως για να απολαμβάνει τον ουρανό με τ’ άστρα.
Αν είχα καταλάβει καλά από τις δυο-τρεις σύντομες συζητήσεις που είχα κάνει μαζί του αλλά και από κουβέντες με ανθρώπους που τον είχαν συναναστραφεί, η ύστερη προσήνεια και ο συμβιβασμός του, οφείλονταν εν πολλοίς και στο γεγονός ότι χρέωνε στον εαυτό του την τύχη του βασιλικού θεσμού στην Ελλάδα. Μην κοιτάτε τι έλεγε επισήμως, εντός του πίστευε ότι έκανε πολλά προσωπικά λάθη τα οποία εν τέλει στοίχησαν στον θεσμό την ίδια του την ύπαρξη. Η μόνη πραγματική δικαιολογία που αναγνώριζε στον εαυτό του, ήταν ότι βρέθηκε πολύ νεαρός και άπειρος σε μεγάλες φουρτούνες. Αυτό ίσχυε.
Κοντολογίς και πάντα κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, ο Κωνσταντίνος ως το 1974 που έχασε τον θρόνο ήταν ο γιός της αυταρχικής Φρειδερίκης και μετά ως έκπτωτος πορεύτηκε ως άνδρας της ήσυχης και αφανούς Άννας Μαρίας. Ο ίδιος ως προσωπικότητα δεν ήταν ποτέ κάτι σημαντικό. Μας βόλεψε η δεύτερη περίοδος του, μας εξοργίζει έστω και μετά από μισό αιώνα η πρώτη περίοδος της δεκάχρονης βασιλείας του. Αν θέλετε να θυμάστε την πρώτη περίοδο στήστε καυγά με όσους ζήτησαν κηδεία με τιμές αρχηγού κράτους, αν πάλι θέλετε να θυμάστε την δεύτερη, πείτε ένα «συλλυπητήρια» και στείλτε τον ανθρώπινα στο καλό.
Διαβάζω ότι με οριστικά λυμένο το πολιτειακό, η ελληνική δημοκρατία θα πρέπει να δείξει μεγαλοθυμία και να μην εξάγει μια εικόνα φοβικότητας και μιζέριας. Το ακούω, δεν το πολυαγοράζω. Όχι για τίποτα μεγάλους και ισχυρούς λόγους που άπτονται βαθέων συμβολισμών. Απλώς δεν πιστεύω ότι όποια δημοκρατία αρνηθεί να βγάλει κιλλίβαντες και αγήματα για κάποιο απομεινάρι ενός θεσμού που έφαγε τα ψωμιά του, αυτομάτως εκπέμπει στους πολίτες του και στο εξωτερικό την εικόνα του φοβικού και του μίζερου. Καμιά φορά ισχύει και το «σαν πολλή σημασία δεν του δώσαμε;».