Το περασμένο Σαββατοκύριακο πήγα στη Σαντορίνη, για να κάνω από κει την τηλεοπτική μου εκπομπή. Για 48 ώρες μιλούσα διαρκώς με κατοίκους, με τοπικούς άρχοντες, με εργαζόμενους, με επιχειρηματίες, με γερόντια, με πιτσιρικάδες, με αυτόχθονες και νεοσαντορινιούς. Δεν συζητούσα μαζί τους για τους σεισμούς των ημερών, αλλά για τη Σαντορίνη αυτή καθ’ αυτή και για το μέλλον της. Ένα θα σας πω. Αυτά που κουβεντιάζουμε (και εν πολλοίς συμφωνούμε) εμείς οι υπόλοιποι για το νησί, είναι πολύ μακριά απ’ αυτά που έχουν οι Σαντορινιοί στο μυαλό τους.
Εμείς κοιτάζουμε τη χτισμένη από πάνω ως κάτω καλντέρα και αναρωτιόμαστε τι θα συμβεί αν έρθει κάποιο απότομο βαρύ σεισμικό μπαμ και πάρει όλο το φρύδι στην άβυσσο, μαζί με τα εκατομμύρια τόνους τσιμέντο που είναι φορτωμένο. Αν μάλιστα έρθει τους καλοκαιρινούς μήνες, θα πάρει και καμιά πενηνταριά χιλιάδες ανθρώπους μαζί του. Οι Σαντορινιοί αντιθέτως, απαντούν ομοθύμως και άνευ εξαίρεσης, «είμαστε περήφανοι για το νησί και για την καλντέρα μας». Γι αυτούς, συζήτηση περί πιθανής φυσικής καταστροφής δεν υφίσταται καν.
Εμείς βλέπουμε ένα νησί στο οποίο χτίζονται τα πάντα, που δεν έχει χώρους, δρόμους, πλατείες, διεξόδους, νερό, διαχείριση απορριμμάτων και υποδομές για να εξυπηρετεί τόσες χιλιάδες τουρίστες κάθε μέρα. Και βάζουμε στη συζήτηση το θέμα της διαχείρισης του υπερτουρισμού, του περιορισμού ανέγερσης νέων οικοδομών και όλα τα συναφή. Οι Σαντορινιοί αντιθέτως, βλέπουν τα θέματα τελείως διαφορετικά. Διαφωνούν οριζόντια και κάθετα με την έννοια του υπερτουρισμού. Δεν τη βάζουν καν στο τραπέζι, δεν την καταλαβαίνουν. Όποιος έρχεται στο νησί είναι καλοδεχούμενος, απαντούν. Κι όσες χιλιάδες ή εκατομμύρια κι αν είναι, καλώς να έρθουν.
Όσο για την ανυπαρξία υποδομών, η απάντηση τους είναι απλή. «Δεν έχουμε, να μας φτιάξετε. Να μας φέρετε άφθονο νερό για τα ντους και τις πισίνες μας, να φέρετε ρεύμα για τα ac και τα μαγαζιά, να φτιάξετε λιμάνι όσο ακριβό ή δύσκολο κι αν είναι, να ανοίξετε δρόμους, να κάνετε τούνελ, να στηρίξετε τα πρανή για να μην υπάρχουν κατολισθήσεις, να βρείτε τρόπο να πηγαίνουν κάπου αλλού τα σκουπίδια». Οι απαιτήσεις αυτές εδράζονται σ’ ένα πολύ απλό, πλην πειστικό στ’ αυτιά τους επιχείρημα. «Η Σαντορίνη προσφέρει το 3% του ελληνικού ΑΕΠ, δεν δικαιούται ένα κομμάτι αυτών που προσφέρει; Δικά της λεφτά είναι.»
Αυτή η συζήτηση για το ποσοστό του ΑΕΠ που προσφέρει ένα νησί, είναι λίαν αμφισβητήσιμη. Η γκάμα παίζει, ανάλογα με τα ποιος μιλάει, από 2,5% μέχρι 4% του ΑΕΠ της χώρας. Ποιος το μετράει και με ποιον τρόπο; Αν κατά την ίδια λογική, βάλουμε άλλο ένα 4% που υποθέτω ότι (υποστηρίζουν ότι) προσφέρουν οι Μυκονιάτες, φτάσαμε σ’ ένα αθροιστικό 10% του ΑΕΠ. Αν προσθέσουμε και το ΑΕΠ που προσφέρει η Πλάκα με τις ταβέρνες της και η Διονυσίου Αρεοπαγίτου με τον πεζόδρομο, πιάσαμε ένα 20%, έτσι στα καλά του καθουμένου.
Τέλος πάντων, αυτά δεν τα γράφω για να κατακεραυνώσω τους Σαντορινιούς, ο καθένας υποστηρίζει τις θέσεις του και τα συμφέροντα του με τον τρόπο και τα επιχειρήματα που νομίζει. Τα γράφω για να κατανοήσουμε ότι εκεί υπάρχει ένας άλλος κόσμος, που δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να αλλάξει πορεία σε οτιδήποτε. Αρνούνται ότι καταστρέφεται το φυσικό κάλλος του νησιού, αρνούνται ότι υπάρχει υπερτουρισμός, αρνούνται ότι πρέπει να μπουν περιορισμοί σε οτιδήποτε. Θέλουν να επεκτείνεται η Σαντορίνη διαρκώς και το κράτος όχι να περιορίζει αλλά να υποστηρίζει αυτήν την επέκταση.
Ναι, η Σαντορίνη είναι πια ένα τουριστικό Λας Βέγκας ή Ντουμπάι, διαλέξτε και πάρτε. Μπορεί όποιος βλέπει το απαστράπτον Βέγκας από ψηλά να ξεφυτρώνει μέσα στην έρημο της Νεβάδα να αναφωνεί «τι αηδία είναι αυτή», αλλά όσοι ζουν μέσα στην πόλη των καζίνο είναι και καταχαρούμενοι και πλούσιοι και υποστηριχτές της διαρκούς ανάπτυξης της. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη Σαντορίνη. Δεν πα να λέμε εμείς οι υπόλοιποι. Η πορεία της θα συνεχιστεί ακάθεκτη, το χρυσάφι θα ρέει στα σοκάκια της, η γη από κάτω της θα βράζει και όποιος προσπαθήσει να την περιορίσει θα είναι εχθρός των Σαντορινιών…