Για τις γυναίκες δεν μπορώ να μιλήσω. Είναι ένας άλλος κόσμος, όμορφος, τον οποίο αγαπώ a priori χωρίς να τον καταλαβαίνω.
Μπορώ να μιλήσω μόνο για τους άντρες κι έχω να πω τούτο: ο άντρας πρέπει να σηκώνεται μετά από τις ήττες του, να διαχειρίζεται τη μοναξιά του και ν’ αντιμετωπίζει τους φόβους του.
Όταν 16 χρονών έφυγα από το σπίτι των γονιών μου, ο πατέρας μου μού είπε: από δω και πέρα σε όποια τρύπα κι αν πέσεις, θα πρέπει να βγεις μόνος σου. Έπεσα σε πολλές τρύπες, βίωσα άπειρες ήττες, μα πάντα σηκωνόμουν και προχωρούσα. Μπορεί κάτι να κατάφερα. Δεν ξέρω.
Τη μοναξιά μου, ευτυχώς, την αγάπησα νωρίς κι έτσι δεν πλήγωσα πολλούς ανθρώπους. Απ’ όσους πρόλαβα, ζήτησα συγγνώμη. Έζησα και ζω μαζί της χρόνια πολλά. Την ευγνωμονώ.
Φόβους αντιμετώπισα πολλούς, αρκετούς τους ξεπέρασα, κάποιους άλλους τους απώθησα. Για πρώτη φορά, όμως, αντιμετωπίζω τον αρχέγονο φόβο της ύπαρξης. Για δικούς μου λόγους, τον ονόμασα Βόλαντ. Έτσι, τώρα πρέπει να τον αντιμετωπίσω στο χειρουργικό τραπέζι, το οποίο στη φαντασία μου, μοιάζει με το μπαλκόνι στη στέγη της Έπαυλης Πεσκόφ στη Μόσχα, απ’ όπου ο Βόλαντ, στην τελευταία σκηνή του «Μαιτρ και Μαργαρίτα» ατενίζει τον σταχτή, δυσοίωνο ουρανό.
Για τον λόγο αυτό, η Σκήτη κλείνει για όσο διάστημα χρειαστεί.
Ο κάπελας πάει για ρεκτιφιέ.
Το κινητό μου, το παραδίδω στον γιο μου, ο οποίος ανάλογα με τις περιστάσεις θα απαντάει σε κατεπείγουσες, μόνο, κλήσεις.
Εις το επανιδείν!