Ζούμε σε δύσκολους καιρούς, σε καιρούς που όλοι εμείς, οι οποίοι αρχίσαμε τη συνειδητή μας ζωή στην πολιτική αμέσως μετά την πτώση του χούντας, ούτε καν φανταζόμασταν πως θα συμβούν, γαλουχημένοι με τη μεγάλη ψευδαίσθηση του δυτικού, κυρίως, ανθρώπου πως η ζωή θα βελτιώνεται διαρκώς και μάλιστα με την εγγύηση του Θεού και του κράτους. Διαψευστήκαμε οικτρά, αλλά ας το βάλουμε αυτό στην άκρη προς ώρας.
Δύο ειδήσεις από τις πολλές που διάβασα αυτές τις ημέρες.
Η πρώτη αναφέρεται στην τυχαία σύλληψη ενός Κούρδου, τον οποίο καταζητούσε η γαλλική πολιτεία και οι διεθνείς αστυνομικοί οργανισμοί, για σωρεία αδικημάτων. Στην Ελλάδα του είχαμε χορηγήσει άσυλο.
Η δεύτερη, έχει σχέση με τη διοργάνωση εκδηλώσεων «υποστήριξης και αλληλεγγύης» στην Παλαιστίνη, στην πραγματικότητα, όμως, στα ανθρωπόμορφα τέρατα της Χαμάς.
Για την πρώτη, είμαι περίεργος να μάθω ποιος, πότε και γιατί χορήγησε άσυλο σε κάποιον για τον οποίο υπήρχαν ενημερώσεις ; Έχει ελεγχθεί η διοικητική ιεραρχία γι’ αυτό; Ποια μέτρα έχουν ληφθεί;
Οι ερωτήσεις εύλογες και πρέπει να απαντηθούν, ιδίως όταν κυκλοφορούν φήμες, σύμφωνα με τις οποίες στενό, φιλικό πρόσωπο, καταδικασμένου για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου (κατά συρροή δολοφόνος), κατέχει θέση - κλειδί αναφορικά με τη χορήγηση ασύλου σε διάφορους αιτούντες.
Φαντάζομαι πως γίνεται αντιληπτή η ανησυχία των πολιτών μπροστά σε τέτοιες υποθέσεις, δεδομένων των ταραγμένων καιρών που ζούμε, αλλά και της κατάστασης στο λεγόμενο μεταναστευτικό ζήτημα, το οποίο τείνει να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
Σε ό,τι αφορά τις «εκδηλώσεις συμπαράστασης» στους λεγόμενους Παλαιστίνιους, μα στην πραγματικότητα στους τρομοκράτες της Χαμάς, τα πράγματα κατανοώ πως είναι λίγο πιο σύνθετα. Η ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία στην οποία ζούμε, προστατεύει το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου αλλά και των συναθροίσεων. Εγείρεται, παρόλα αυτά, ένα μεγάλο, ηθικό ζήτημα: όσο ανεκτική κι αν είναι μία κοινωνία, επιτρέπεται σε αυτή να υμνούνται και να δοξάζονται αποτρόπαιες πράξεις, εγκλήματα ειδεχθή όπως η μαζική δολοφονία αμάχων, γυναικών, παιδιών, μωρών, στο όνομα μιας φαντασιακής εξέγερσης, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα νέο Ολοκαύτωμα;
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχει ήδη απαγορευτεί η πραγματοποίηση τέτοιων εκδηλώσεων, σε μία προσπάθεια των κυβερνήσεων αφενός να προστατεύσουν τη δημόσια ασφάλεια και, αφετέρου, να δείξουν, εκφράζοντας την συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνιών, την έμπρακτη συμπαράστασή τους στον δοκιμαζόμενο σκληρά, για μία ακόμη φορά, ισραηλινό λαό.
Γιατί η Ελλάδα να αποτελεί, ξανά και ξανά, εξαίρεση από αυτή τη στάση; Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος ή μήπως οφείλεται στη γνωστή ραθυμία των αρχών, αρχής γενομένης από την κατά το νόμο υπεύθυνη πολιτική ηγεσία;
Τι είναι εκείνο που εμποδίζει τη σημερινή κυβέρνηση να αποδείξει έμπρακτα πως η χώρα ανήκει δικαιωματικά στον δυτικό πολιτισμό και να μην μένει απλά σε δηλώσεις συμπαράστασης;
Αν ζούσαμε σε εποχές χαλαρές και χλιαρές, όταν δεν έκανε ούτε κρύο, ούτε ζέστη, δηλαδή στην εποχή της αμέριμνης ευδαιμονίας, πιθανόν τα παραπάνω ερωτήματα να ήταν άκυρα.
Ζούμε, όμως, σε εποχές ταραγμένες. Από την ημέρα που άλλαξε ο κόσμος με την αναίτια, απρόκλητη και παράνομη κήρυξη του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, μέχρι την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ, ολόκληρη η ανθρωπότητα και μαζί με αυτή, τούτη η άκρη της Βαλκανικής χερσονήσου, έχει μπει σε μία ιστορική περιδίνηση χωρίς τέλος.
Σε αυτές τις συνθήκες ο καθένας, είτε ως άτομο είτε ως κοινωνία, πρέπει να πάρει θέση. Να δηλώσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Ποιοι είναι οι σύμμαχοι και ποιοι οι εχθροί του. Και να επωμιστεί το κόστος των επιλογών του φυσικά. Επιλογές που θα δηλώνονται με συγκεκριμένες πράξεις.
Αυτό κάνουν οι πολίτες, αυτό πρέπει να κάνει και η πολιτεία.
Τα δύο περιστατικά που αναφέρονται στην αρχή αυτού του σημειώματος, αφήνουν πολλά περιθώρια παρερμηνειών και παρεξηγήσεων, πράγμα που κάθε άλλο παρά εποικοδομητικό είναι για την εποχή μας. Και αυτό πρέπει να το λάβει πολύ σοβαρά υπόψη της η κυβέρνηση, γιατί αυτή έχει την αποκλειστική ευθύνη.