Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα;

Μπορώ - και πολύ καλά μάλιστα - να καταλάβω τα αισθήματα θλίψης και πένθους που διακατέχουν εκείνους που εγκατέλειψαν την γαλέρα του ΣΥΡΙΖΑ, αναζητώντας άλλα, αριστερά λιμάνια για να πνίξουν τον καημό τους. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες σε περίπτωση διαζυγίου, ιδίως όταν πρόκειται για ασυμφωνία χαρακτήρων, όπως η εν λόγω διάσπαση.

Οι άνθρωποι αυτοί, σε μεγάλη ηλικία πλέον, θα αναγκαστούν να βιώσουν το πένθος, να περάσουν όλα του τα στάδια μέχρι την τελική του αποδοχή και θα συνεχίσουν, όπως μπορούν τη βιολογική και πολιτική τους ζωή. 

Εκείνο που φαντάζει στον αμύητο στις ίντριγκες της αριστεράς, είναι η χαρά στα όρια του σαδισμού που επιδεικνύει η φρουρά των πραιτοριανών του νέου αρχηγού, εξέχοντα μέλη της οποίας εκφράζουν δημοσίως την αγαλλίασή τους για την απομάκρυνση των «σάπιων μήλων» από το καλάθι του κόμματος. 

Οι απλοί πολίτες, ευλόγως, αναρωτιούνται πως είναι δυνατόν να συνυπήρξαν μαζί τόσα χρόνια στο ίδιο κόμμα, άνθρωποι με τόσο διαφορετική προσωπική και πολιτική κουλτούρα. Ποια ήταν εκείνη η συνεκτική ουσία που τους κρατούσε δέσμιους, ενώ ήταν δύο ξένοι στην ίδια πόλη; Τι ήταν εκείνο που τους απέτρεπε από την ανθρωποφαγία που βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας; 

Η απάντηση είναι απλή: η εξουσία, η προοπτική και τα προνόμιά της. 

Αν εμβαθύνει κανείς στην ανθρωπογεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ, θα δει πως η συντριπτική πλειοψηφία όλων αυτών που σήμερα επιχαίρουν των αποχωρήσεων και απειλούν με αποκαλύψεις, εμφανίστηκαν στο χώρο της ελληνικής αριστεράς εκεί, γύρω στο 2010, όταν φούσκωνε το «κύμα της αγανάκτησης» στις πλατείες και τους δρόμους. Είναι οι νεοφώτιστοι ζηλωτές που θέλουν να προστατεύσουν την «καθαρότητα» του κόμματος και την «ορθοδοξία» της ιδεολογίας τους. 

Πιο πριν ήταν είτε σε άλλα κόμματα, όπως πχ. Το ΕΠΑΜ του Καζάκη, είτε στο παλιό, το καλό, το αυθεντικό ΠΑΣΟΚ, αλλά και σε ορισμένα άλλου γκρουπούσκουλα, η επιρροή των οποίων περιοριζόταν στην επικράτεια της βαρονίας των Εξαρχείων. Με άλλα λόγια, ήρθαν άγρια να διώξουν τα ήμερα. 

Συντασσόμενοι με τον νέο «Μεσσία», οι ζηλωτές, εκτός από τον φανατισμό που φέρνουν, κομίζουν και μία νέα εκδοχή του πολιτικού αμοραλισμού και του ιδιοτελούς κυνισμού, παρόμοια με εκείνη στην οποία γαλουχήθηκαν από τον προηγούμενο «Μεσσία» και μεγάλο δάσκαλο Αλέξη Τσίπρα. 

Μη έχοντας την παραμικρή αναστολή, βγαίνουν σήμερα και κατακεραυνώνουν τους μέχρι χθες συντρόφους τους, εκτοξεύοντας απειλές για αποκαλύψεις, «άπλυτα» και ατασθαλίες, τη στιγμή που αυτοί οι ίδιοι στήριζαν αναφανδόν όλες τις αποφάσεις της ηγεσίας, χωρίς καν να ψελλίσουν την παραμικρή όχι αντίρρηση, μα αμφιβολία. 

Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η προσαρμοστικότητα και ως άλλοι πολιτικοί χαμαιλέοντες αμέσως αντιλαμβάνονται την αλλαγή της φοράς του ανέμου. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να βρίσκονται πάντα είτε στον στενό είτε στον ευρύτερο κύκλο κοντά στον ηγέτη του κόμματος, απολαμβάνοντας την εύνοια του. 

Λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως η αριστερά στο σύνολό της, ως πολιτική ιδεολογία, είναι η ενσάρκωση του ψυχαναλυτικού θεωρήματος του αυστηρού και δίκαιου πατέρα στο πρόσωπο του ηγέτη, της συλλογικής ηγεσίας, του κόμματος. 

Πρόκειται για μια βαθύτερη ψυχολογική ανάγκη όλων αυτών, να απολαμβάνουν της αποδοχής αυτού του δίκαιου, στιβαρού και αυστηρού πατέρα, ώστε να μπορούν να λειτουργούν ατομικά και συλλογικά, ενταγμένοι και μυημένοι στα απόκρυφα αυτής της πολιτικής Εκκλησίας. 

Εξ ου και ο κυνισμός όλων αυτών που σήμερα έστησαν γλέντι και χορούς για να γιορτάσουν την αποχώρηση των αποσυνάγωγων αιρετικών, άσχετα από το γεγονός πως τους αποκαλούν «υπονομευτές». Το κάνουν για να αποδείξουν στον «πατέρα» πως είναι καλοί «επαγρυπνητές» και φροντίζουν για την καθαρότητα του κόμματος. Παλιά, τους αποκαλούσαν κομματόσκυλα. 

Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε και εκείνο για το οποίο δεν μιλάει κανείς, δηλαδή για τα 2.000.000 της ετήσιας, κρατικής επιχορήγησης, γίνεται κατανοητή αυτή η χαρμόσυνη διάθεση. 

Με τούτα και με αυτά, για μία ακόμη γενιά, τη νεότερη, μπροστά στα μάτια της και σε απευθείας μετάδοση από την τηλεόραση, έγινε η απομάγευση της αριστεράς ως ηθικής και αναζωογονητικής δύναμης της ιστορίας.