Τελικά, όπως φαίνεται εκ του αποτελέσματος, οι καταλήψεις των πανεπιστημιακών σχολών από ισχνές μειοψηφίες, με πρόσχημα την ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ στη χώρα, ήταν απλά η αφορμή.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μία επίδειξη ισχύος όχι μόνο των γνωστών μειοψηφιών, αλλά και ενός μεγάλου τμήματος τόσο των πρυτανικών αρχών, όσο και του καθηγητικού κατεστημένου. Με άλλα λόγια, ο πανεπιστημιακός χώρος, η ελληνική πολιτεία και η ελληνική κοινωνία, θεωρούν πως οι καταλήψεις των σχολών, δεν είναι μόνο κάτι φυσιολογικό και κανονικό, αλλά είναι και δικαίωμα. Αν τους ρωτήσεις, όμως, όλους αυτούς πόθεν τεκμαίρεται αυτό το δικαίωμα, εκτός από τις αφόρητα πληκτικές, προβλέψιμες αοριστολογίες, δεν μπορούν να σου δώσουν την παραμικρή νομικά τεκμηριωμένη απάντηση.
Οι καταλήψεις των σχολών ως εκδήλωσης της δυσαρέσκειας των φοιτητών, ξεκίνησαν τη μακρινή πλέον δεκαετία του ’70 του 20ού αιώνα. Έκτοτε, απέκτησαν όλα τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής θεολογίας με το δικό της τελετουργικό, τους δικούς της «αγίους», τα δικά της «εικονοστάσια» και, φυσικά, τη δική της ιδεολογία. Η μακροχρόνια κατάχρηση των καταλήψεων, έχει πολυεπίπεδες επιπτώσεις τόσο στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, όσο και στην ίδια την κοινωνία.
Η συναλλακτική «ηθική» ανάμεσα στους καταληψίες και μέρους του ακαδημαϊκού προσωπικού, η ανεξήγητη στάση ανεκτικότητας και η επίκληση του δημοκρατικού κεκτημένου από πολλές πρυτανικές αρχές που δεν τολμούν (για να μην πω φοβούνται) να αντιμετωπίσουν την αυθαιρεσία και την παρανομία, η φοβική αντίδραση των κυβερνήσεων μη τυχόν και στεναχωρηθούν «τα παιδιά», πότισαν με δηλητήριο την ελληνική κοινωνία, η οποία παρακολουθεί τη διαρκή και συστηματική απαξίωση των ΑΕΙ.
Έχει και η κοινωνία τις δικές της ευθύνες. Ανέχεται τη βίαιη καταστρατήγηση κάθε έννοια νομιμότητας και κατασπατάλησης των φόρων που με κάματο καταβάλλουν για τη βελτίωση των όρων σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Μία ανοχή παράξενη και ανεξήγητη, η οποία λειτουργεί σαν το σαράκι και κατατρώει τα σπλάχνα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης. Είναι απορίας άξιον πως όλοι αυτοί που σήμερα κόπτονται για τα ελληνικά πανεπιστήμια, είναι εκείνοι, οι οποίοι επί δεκαετίες έκαναν και κάνουν οτιδήποτε περνάει από το χέρι τους για να τα υπονομεύσουν και να τα απαξιώσουν. Γιατί, αν αφήσουμε κατά μέρος τους φερετζέδες των ιδεολογιών, στην ουσία πρόκειται για ένα σύστημα, το οποίο διεκδικεί ισχύ και, συνεπώς, πόρους, για να μπορεί να αυτοαναπαράγεται ες αεί.
Αφορμές, προσχήματα, δικαιολογίες, είναι εύκολο να βρουν, προκειμένου όχι απλά να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα και παράλογα, αλλά για να δικαιώσουν επιλογές που έκαναν και στρέφονταν ευθέως κατά των δημόσιων ΑΕΙ.
Σήμερα, δίνουν μάχες οπισθοφυλακής, υπερασπιζόμενοι ένα φαύλο καθεστώς συναλλαγών στην γκρίζα ζώνη ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία. Απαιτούν διαρκώς νέα κονδύλια για χρηματοδοτήσεις, μα δυστυχώς για αυτούς, η ερευνητική δουλειά χρηματοδοτείται κυρίως από τα ευρωπαϊκά προγράμματα και τις χορηγίες ιδιωτών κι επιχειρήσεων.
Η διαμάχη, τελικά, είναι για την επιβεβαίωση του συστήματος ισχύος που βασιλεύει με την ανοχή πολλών στα δημόσια πανεπιστήμια, το οποίο αποτελεί και τη βασική τροχοπέδη για την εξέλιξη και τον εκσυγχρονισμό τους.
Τα ίδια και τα ίδια λέμε τα τελευταία 40 χρόνια και ποτέ τίποτα δεν αλλάζει. Και ούτε πρόκειται στο ορατά προβλέψιμο μέλλον, αφού τα δίκτυα συμφερόντων από κοινού με την κουλτούρα της ανοχής της παρανομίας, αποτελούν πανίσχυρο οχυρό που αντιστέκεται στην πρόοδο και την προκοπή.
Τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ θα ιδρυθούν και θα λειτουργήσουν στη χώρα μας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία επ’ αυτού. Ευχής έργον θα ήταν να αποτελέσουν ένα άλλο παράδειγμα λειτουργίας και αποτελεσματικότητας, το οποίο θα συμπαρασύρει τις υγιείς πανεπιστημιακές δυνάμεις να αγωνιστούν για ένα πραγματικά ελεύθερο και δημοκρατικό δημόσιο πανεπιστήμιο ως ναό της γνώσης και όχι ως καταφύγιο των διαφόρων παραβατικών και ανέξοδων επαναστατών.