Διαβάζοντας από επαγγελματικό καθήκον όλες τις δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται, το πρώτο πράγμα που ψάχνω κάθε φορά, είναι τα ζητήματα που προκαλούν τη μεγαλύτερη ανησυχία και ανασφάλεια στους πολίτες.
Τα ζητήματα αυτά είναι δύο: η δημόσια ασφάλεια και η ακρίβεια. Αφήνω την ακρίβεια στον σχολιασμό άλλων, καλύτερων εμού, συναδέλφων που έχουν και την απαραίτητη θεωρητική σκευή.
Αν θα θέλαμε, όμως, να περιγράψουμε το ζήτημα της δημόσια ασφάλειας, θα αρκούσε η έκφραση: κοινωνία γενικευμένης βίας. Όντως, σε καθημερινή βάση το αστυνομικό δελτίο μας ενημερώνει για διάφορες εγκλήματα και άλλες πράξεις βίας που καταγράφονται στην κοινωνία μας. Αν το ψάξει κανείς λίγο παραπάνω, θα δει πως σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, έχουμε μείωση των διαφόρων ειδών εγκλημάτων σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Τι συμβαίνει λοιπόν και οι πολίτες δηλώνουν πως ανησυχούν για την ασφάλεια τους; Πού οφείλεται αυτή η πάνδημη αίσθηση ανασφάλειας;
Μεταξύ πολλών άλλων, το αίσθημα της δημόσιας ασφάλειας και της αποτελεσματικής δράσης των διωκτικών αρχών, είναι θέμα ψυχολογίας. Όταν ο πολίτης βλέπει καθημερινά στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, επιθέσεις ανήλικων συμμοριών, τους πολέμους των οπαδών διαφόρων ομάδων, τις μάχες για κατάληψη ζωτικού χώρου από τους διακινητές ναρκωτικών και τη μετατροπή ολόκληρων περιοχών είτε στο κέντρο είτε στις παρυφές των πόλεων, είναι λογικό να αναρωτιέται: εμένα πότε θα με βρει η συμφορά;
Η ελληνική κοινωνία, μετά από μία δεκαπενταετία παροξυσμικής αντίληψης της πραγματικότητας, προσγειώθηκε στο σήμερα, μάζεψε τις δυνάμεις της και λαχταράει να προχωρήσει μπροστά.
Η βία είναι κάτι εγγενές στην ανθρώπινη κοινωνία. Για τον λόγο αυτό οι άνθρωποι επινόησαν τους κανόνες κοινωνικής συμβίωσης, προβλέποντας τιμωρίες για αυτούς τους παραβιάζουν. Το ερώτημα που ανακύπτει αβίαστα είναι πως η βία διαδίδεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αγκαλιάζοντας πλέον όλα τα κοινωνικά στρώματα και τάξεις. Πέραν αυτού, η βία υπαγορεύει πολλές φορές και τη δημόσια συζήτηση, η οποία, όπως είναι φυσικό, εξαντλείται σε ατέρμονες συζητήσεις, νεφελώδεις διακηρύξεις και ανέξοδους αφορισμούς.
Η παλιά καλή δικαιολογία πως η φτώχεια οδηγεί στην παραβατική συμπεριφορά, προφανώς δεν μπορεί να ερμηνεύσει ένα τόσο σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο όπως η γενικευμένη αίσθηση της επιβολής δια της βίας.
Σε τελική ανάλυση το πρόβλημα εστιάζεται ακριβώς στη δυνατότητα να επιβάλεις την άποψή σου δια της επιβολής και της ισχύος.
Διαπιστώνουμε, όμως, πως η αντίληψη αυτής ισχύος, έχει καταστεί μέρος της νεανικής κουλτούρας, φερ’ ειπείν, και έχουμε έξαρση των επιθέσεων είτε για ληστεία, είτε για οπαδικούς λόγους, είτε απλά γιατί ανήκουν σε άλλη γειτονιά.
Μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα; Η αντίληψη ορισμένων πως «ο νόμος και η τάξη» θα πρέπει να επιβάλλονται εφόσον μόνο το κράτος έχει το δικαίωμα άσκησης νόμιμης βίας, ίσως καλύπτει ένα μέρος. Παραμένει, ωστόσο, το μεγάλο ερωτηματικό σχετικά με την καταπολέμηση της νοοτροπίας περί βίας, καταπολέμηση που θα πρέπει να ξεκινάει από τα πιο απλά παραδείγματα, όπως η στάθμευση αυτοκινήτων σε διάβαση πεζών και φτάνει μέχρι τον ξυλοδαρμό γιατρών και νοσηλευτών σε δημόσια νοσοκομεία.
Χρήσιμο εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια είναι το παράδειγμα. Κοντολογίς, η παραδειγματική και αναλογική τιμωρία των δραστών των διαφόρων βίαιων συμπεριφορών. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που καλείται να επιλύσει η κυβέρνηση, αγνοώντας τις κραυγές εκείνων που με τη «μεταρρύθμιση» του Ποινικού Κώδικα τις παραμονές των εκλογών του 2019, άνοιξαν τις πόρτες των φυλακών για σκληρούς εγκληματίες.
Θα χρειαστεί, όμως, και η επιστράτευση άλλων παραδειγμάτων, θετικού περιεχομένου, προκειμένου η βία, σε κάθε της μορφή να βρίσκει την αντίσταση των πολιτών. Σε τελική ανάλυση, οι παραβατικοί, οι βίαιοι, οι αγενείς, θα πρέπει πάντα να πληρώνουν το αντίτιμο της συμπεριφοράς τους, αντιμετωπίζοντας τη γενικευμένη απαξία.
Στο σημείο αυτό, υπεισέρχεται ένας άλλος παράγοντας, γνωστός σε όλους, για τον οποίο, όμως, ελάχιστοι μιλούν. Πρόκειται για τον παράγοντα της ανοχής της βίας. Προσοχή αναγνώστη, είναι άλλο πράγμα η ανεκτικότητα και η προσπάθεια συμβίωσης παρά τη διαφορά απόψεων και άλλο πράγμα η ανοχή, την οποία πολλοί προσπαθούν να δικαιολογήσουν με έωλα επιχειρήματα όπως: «είναι δικό μας παιδί», «για όλα φταίει το καταπιεστικό κράτος» κ.λπ. Αυτή η περίεργη ανεκτικότητα, προέρχεται από τις μακρές παραδόσεις του ατομικισμού στη νεοελληνική κοινωνία και αποτελεί, σίγουρα, ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών.
Η ελληνική κοινωνία ούτε ήταν ούτε πρόκειται να γίνει κοινωνία αγγέλων. Όποιος πιστεύει κάτι τέτοιο είναι ολέθρια και καταστροφικά εκτός τόπου και χρόνου. Μπορεί, όμως, να βρει τρόπους και πολιτικές ελαχιστοποίησης των βίαιων εκδηλώσεων, αρκεί να συνεργαστούν τα κόμματα, απαλλαγμένα από τις ιδεοληπτικές εμμονές του παρελθόντος και, φυσικά, οι ίδιοι οι πολίτες, οι οποίοι θα πάψουν δια της ανοχής τους να προστατεύουν και να καλύπτουν εκείνους που παραβιάζουν τους κανόνες κοινωνικής συμβίωσης, γραπτούς ή άγραφους.