Η βία είναι σύμφυτη με τον άνθρωπο από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η βία ως μέσο επιβολής και κυριαρχίας. Οι πρώτοι άνθρωποι, μόλις οργανώθηκαν σε κοινωνίες, ένα από τα πρώτα πράγματα που φρόντισαν να κάνουν, ήταν να θεσπίσουν κανόνες, η τήρηση των οποίων ήταν υποχρεωτική για όλους επί ποινή θανάτου ή αποβολής από την κοινωνία που ήταν ισοδύναμης καταστροφικής συνέπειας για τον παραβάτη. Στη συνέχεια, οι κανόνες αυτοί ονομάστηκαν νόμοι κι έκτοτε οι ανθρώπινες κοινωνίες πορεύονται με αυτούς.
Ο νόμος το μόνο που κάνει, είναι να απαγορεύει συγκεκριμένες συμπεριφορές και να τις τιμωρεί, να τις κολάζει, όπως έλεγαν παλιά. Η τιμωρία ή κολασμός, έχει διπλή αποστολή: αφενός να τιμωρήσει τον παραβάτη και, αφετέρου, να παραδειγματίσει τους υπόλοιπους αποτρέποντας την τέλεση νέων εγκλημάτων.
Και εδώ, είναι το ζουμί της υπόθεσης. Σε μια κοινωνία, όπως η ελληνική, όπου κυκλοφορούν διάφορα μυθεύματα όπως κακή βία είναι μόνο του κράτους ή πως η ανυπακοή στους νόμους, έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική παράδοση των κλεφτών και των αρματωλών, η χαμηλής έντασης βίας στην καθημερινότητά μας, έχει πάψει προ πολλού να μας εκπλήσσει. Και, φυσικά, δεν πρέπει να ξεχάσουμε το «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» με το οποίο γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές μετά το 1974.
Ιδιαίτερα τα τελευταία 15 χρόνια, είχαμε μία αποθέωση της λεγόμενης αντισυστημικής βίας, στην οποία συμμετείχαν με τον ίδιο ενθουσιασμό τόσο οι εκ δεξιών προερχόμενοι, όσο και οι εξ ευωνύμων, νομιμοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την καθημερινή, κοινότυπη βία, η οποία πηγάζει από την ροπή του ανθρώπου για επιβολή, τα μεγάλα ψυχολογικά κενά στην προσωπικότητα, την τάση είτε για ένταξη είτε για αποστασιοποίηση από συγκεκριμένες ομάδες, ταυτότητες κ.λπ.
Βία είναι η αντικανονική προσπέραση στο δρόμο, οι κόντρες στην παραλιακή, ο ξυλοδαρμός των γυναικών και των παιδιών, η τρομοκράτηση των δασκάλων και των καθηγητών από ευέξαπτους γονείς, οι εφηβικές συμμορίες, ο προπηλακισμός γιατρών και νοσοκόμων, βία είναι η αναγραφή συνθημάτων και γκράφιτι σε ξένους τοίχους, βία είναι η κατάληψη πεζοδρομίων από τραπεζοκαθίσματα, βία είναι το καρκίνωμα της οπαδικής βίας και τόσα άλλα περιστατικά που διαβάζουμε ή γινόμαστε μάρτυρες καθημερινά.
Στην ερώτηση: γιατί το κάνουν; Η απάντηση είναι απλή: γιατί μπορούν και γιατί ξέρουν πως αν κάποτε τιμωρηθούν, η τιμωρία θα είναι αυτό που λέμε «χάδι».
Στην ερώτηση: γιατί δεν αντιδράμε σε περιπτώσεις άσκησης βίας, έστω και χαμηλής έντασης; Η απάντηση είναι, επίσης, απλή: είτε φοβόμαστε, είτε,- κάτι πολύ χειρότερο,- έχουμε συνηθίσει να τη θεωρούμε μέρος της καθημερινότητάς μας.
Την ίδια στιγμή, όμως, η ίδια η πολιτεία στον πυρήνα της - δηλαδή η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, αλλά και τα εντεταλμένα όργανα για την επιβολή της νομιμότητας, δείχνουν πως έχουν χάσει τον μπούσουλά τους εδώ και χρόνια.
Πότε με πειραματισμούς ελευθεριακού και αντι-σωφρονιστικού παροξυσμού, πότε με το ακριβώς αντίθετό του, την σκληρή καταστολή και την υπέρμετρη και αδικαιολόγητη χρήση βίας, δημιούργησαν μια κατάσταση, όπου κανείς δεν φοβάται κανέναν και κυρίως, κανείς δεν φοβάται τον μηχανισμό απονομής της δικαιοσύνης.
Η ατιμωρησία είναι το καλύτερο εκκολαπτήριο της βίας. Γι’ αυτό το να πέφτουμε από τα σύννεφα, να αγανακτούμε προσωρινά και εφήμερα, μέχρι να συμβεί κάτι άλλο που θα σκεπάσει το προηγούμενο, με δολοφονίες σαν κι αυτή που έγινε προχθές στο λιμάνι του Πειραιά, είναι ατελέσφορο και αλυσιτελές και υποκριτικό.
Δεν ξέρω αν θα πρέπει να εφαρμόσουμε και άλλες μορφές τιμωρίας εκτός της φυλακής, όπως προσφορά κοινωνικής εργασίας ή κατάσχεση οχημάτων που χρησιμοποιούνται για κόντρες ως φονικά όπλα κ.λπ. Υπάρχουν ειδικοί, ας προτείνουν.
Υπάρχουν κοινωνιολόγοι, κοινωνικοί ψυχολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες που μπορούν να εισφέρουν θετικά στη συζήτηση περί βίας. Υπάρχουν και πολιτικοί που θα πρέπει, επιτέλους, να αναλάβουν την ευθύνη τόσο για τη νομοθέτηση, όσο και για την εφαρμογή των νόμων.
Το θέμα πια έχει ξεφύγει και αγγίζει τον υπαρξιακό πυρήνα της κοινωνίας, η οποία κάποτε και η ίδια, πρέπει με τόλμη να αντιμετωπίσει την κοινοτοπία της βίας στην καθημερινότητα της. Η εποχή με τα ευχολόγια, τις καλές προθέσεις, τα ηθικά ή μη πλεονεκτήματα έχει περάσει προ πολλού και ανεπιστρεπτί.