Τέτοια μέρα, πριν ακριβώς από μισό αιώνα, μια χούφτα νέες και νέοι, άδολοι και ανιδιοτελείς, ύψωσαν το ανάστημά τους στην τυραννία της χούντας των συνταγματαρχών. Κανείς από αυτούς δεν γεννήθηκε ήρωας, ούτε καν πέρασε από το μυαλό κανενός που θα γίνουν ήρωες ή παράδειγμα για τις επόμενες γενιές. Απλά σηκώθηκαν, έκαναν το καθήκον τους και όταν η Δημοκρατία επέστρεψε στον τόπο, η συντριπτική τους πλειοψηφία γύρισε στη ζωή τους. Σπούδασαν, εργάστηκαν, πρόκοψαν, χωρίς να ζητήσουν αναγνώριση ή ανταμοιβή.
Από το 1975 και μετά, κάθε χρόνο η ελληνική κοινωνία, προσπαθεί να τιμήσει αυτόν τον αγώνα, των λιγοστών παιδιών που αντιστάθηκαν πραγματικά, για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες απέναντι στο χουντικό καθεστώς.
Με τα χρόνια, ο εορτασμός / απόδοση τιμών, έχει χάσει το αρχικό του νόημα, παραμένει, ωστόσο, σημαντικό ορόσημο για τη συλλογική μνήμη της κοινωνίας, παρά τις διαστρεβλώσεις που παρουσιάστηκαν στην επίσημη ιστοριογραφία όλα αυτά τα χρόνια, με κύρια ευθύνη της αριστεράς. Αυτή, όμως, είναι μία μεγάλη κουβέντα και δεν αποτελεί το αντικείμενο του σημερινού σημειώματος.
Διάβασα και αγανάκτησα στην είδηση πως ορισμένοι από τους παρόντες κατά την κατάθεση στεφάνου από τον κ. Νίκο Ανδρουλάκη, αρχηγό του ΠΑΣΟΚ, τον γιουχάρισαν και του πέταξαν καφέδες, θέλοντας να τον αποδοκιμάσουν.
Ποιοι ήταν αυτοί; Με ποιο δικαίωμα έκαναν αυτή την άθλια και απαίσια πράξη, απέναντι στον αρχηγό ενός κοινοβουλευτικού κόμματος; Πόθεν αντλούν την «εξουσία» να επιδοκιμάζουν ή να αποδοκιμάζουν εκείνους που προσέρχονται να τιμήσουν τους αγώνες των νέων κατά της χούντας; Έχουν κάποια εξουσιοδότηση; Από ποιον; Με ποιες διαδικασίες την έλαβαν; Πώς νομιμοποιούνται να θεωρούν πως εκφράζουν κάποιον άλλον, πλην του αρρωστημένου και αντικοινωνικού εαυτού τους;
Η έκφραση «γνωστοί - άγνωστοι» που κυριάρχησε στο δημόσιο λόγο, είναι μάλλον άκυρη και παραπλανητική. Γιατί πρόκειται για γνωστούς τοις πάσι αργόσχολους, καλοζωισμένους τύπους, οι οποίοι ζώντας στον δικό τους φαντασιακό, δήθεν επαναστατικό κόσμο, ανέλαβαν αυθαίρετα τον ρόλο του κριτή, του δικαστή, του εισαγγελέα. Παλιότερα, οι ιδεολογικοί τους πατέρες είχαν αναλάβει και τον ρόλο του εκτελεστή και τώρα εκτίουν ποινές φυλάκισης για κατά συρροή δολοφονίες ως εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου.
Ανθρωπάρια που κινούνται στο σκοτάδι σε αγέλες, υποδυόμενοι τους «λαϊκούς τιμωρούς», αδυνατούν να αντιληφθούν (ή μήπως δεν θέλουν;) πως εδώ και μισό αιώνα στη χώρα υπάρχει δημοκρατικό καθεστώς, τα κόμματα εναλλάσσονται ομαλά στην εξουσία, ο στρατός υπηρετεί το ύψιστο καθήκον προστασίας της χώρας και οι δυνάμεις της τάξης υπόκεινται στον έλεγχο της κοινωνίας και της δικαιοσύνης, όπου η τελευταία κρίνει ότι είναι απαραίτητο να παρέμβει.
Δεν τους περνάει καν από το μυαλό πως η προσβολή στο πρόσωπο του κ. Ανδρουλάκη, εν προκειμένω, είναι προσβολή όχι μόνο της μνήμης εκείνων που έπεσαν στη φωτιά για όλους τους άλλους, σώζοντας την τιμή μίας ολόκληρης κοινωνίας, αλλά και της ίδιας της Δημοκρατίας, η οποία τους ανέχεται ακόμη και όταν ασχημονούν εναντίον τους, τυφλωμένοι από την άγνοια της ιστορίας και το μίσος προς τον Άλλον.
Αποτελούν το πολιτικό περιθώριο, τα περιτρίμματα της ιστορίας, το ίζημα της κοινωνίας, καθώς δεν έχουν να επιδείξουν ούτε μία ευγενική, ανιδιοτελή και κοινωνικά επωφελή πράξη. Ας μην μιλήσουμε για τις ιδέες τους, αυτές δεν είναι τίποτα άλλο παρά κακοχωνεμένος ολοκληρωτισμός, χρηματοδοτούμενος από τη χωρίς πιστωτικό όριο κάρτα του μπαμπά τους.
Οι σύγχρονοι αυτοί τραμπούκοι, όμως, βρίσκουν και τα κάνουν, αφού τα κόμματα περιορίζονται σε καταδικαστικές ανακοινώσεις, η δε αστυνομία απλά τους απομακρύνει προσωρινά από το χώρο.
Η καταδίκη, η απαξία τέτοιων πράξεων, ενώ είναι διάχυτη στην κοινωνία, δυστυχώς, δεν αντανακλάται στο πολιτικό σύστημα της χώρας, το οποίο, παραδόξως, επιδεικνύει μία ανοχή που κάθε άλλο τιμά το γεγονός του Πολυτεχνείου και συνάμα, αφήνει απροστάτευτη τη Δημοκρατία απέναντι στους εχθρούς της. Πιθανόν να πρόκειται για ευρωπαϊκή πρωτοτυπία ή έστω η ελληνική εκδοχή μίας κακώς νοούμενης ανεκτικότητας, η οποία παρόλα αυτά υπονομεύει το πολίτευμα και προκαλεί ρωγμές στην κοινωνική συνοχή, πράγμα που είναι και ο μύχιος στόχος των ασχημονούντων. Αυτό, κάποια στιγμή θα πρέπει να τελειώνει. Όσο το ταχύτερο, τόσο καλύτερα. Η Δημοκρατία έχει τα όπλα να αμυνθεί απέναντι στους εχθρούς της.