Η παράδοση των καταλήψεων και η κομματική επετηρίδα

Ξεκίνησε η φάμπρικα με τις καταλήψεις σχολείων, με αφορμή αυτή τη φορά, το νομοσχέδιο για τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στη χώρα μας.

Συνήθως, πρόκειται για τους γνωστούς ολιγάριθμους καταληψίες, οι οποίοι ισχυριζόμενοι πως εκπροσωπούν το σύνολο των μαθητικών κοινοτήτων, αυθαιρέτως, χωρίς κανένα έρεισμα και νομιμοποίηση, «καταλαμβάνουν» τα σχολικά κτίρια και εμποδίζουν τη συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών να παρακολουθήσει τα μαθήματα.

Πρόκειται για νέα παιδιά, γόνους οικογενειών κομμουνιστών ή αριστεριστών που θεωρούν πως όπου να ‘ναι ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει και πως απλά χρειάζεται μία μικρή «επαναστατική βοήθεια» για να γίνει αυτό.

Ως εκ τούτου, οι ίδιοι ακκιζόμενοι μπροστά τον θολωμένο καθρέφτη, φαντάζονται τους εαυτούς τους ως σωτήρες του λαού και της χώρας. Έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν, αφού ένας σαν κι αυτούς κατάφερε μετά από πολλά χρόνια να γίνει πρωθυπουργός της χώρας και να την φέρει στο χείλος του γκρεμού με την ανερμάτιστη, επικίνδυνη πολιτική του.

Πόθεν αντλούν αυτή την αυθάδεια τα νέα αυτά παιδιά, τα οποία δεν γνωρίζουν τίποτα ακόμη για τη ζωή, δεν έχουν συνεισφέρει το παραμικρό στο κοινό καλό και μοναδική τους φροντίδα είναι να διαταράσσουν τη ζωή των άλλων;

Το δημόσιο σχολείο είναι αυτό που ορίζει ο επιθετικός προσδιορισμός, δηλαδή δημόσιο, ανήκει σε όλη την κοινωνία, η οποία με τη σειρά της φροντίζει για όλα όσα αυτό χρειάζεται για την εύρυθμη λειτουργία του.

Με ποιο δικαίωμα 5 – 10 άτομα, επικαλούμενο αποφάσεις γενικών συνελεύσεων, στις οποίες συμμετείχε ένα μικρό μόνο κλάσμα του συνολικού μαθητικού δυναμικού του σχολείου αποφασίζουν να το «καταλάβουν» και να διαταράξουν την ομαλή του λειτουργία;

Κάτι δεν πάει καλά με αυτό. Η Δημοκρατία ως πολίτευμα είναι ζήτημα και αριθμών, δηλαδή πλειοψηφίας και μειοψηφίας. Από πότε μικρές και ανυπόληπτες ομάδες υποτιθέμενων επαναστατών αποφασίζουν για τους υπόλοιπους και προσπαθούν με την

βία να επιβάλλουν τις απόψεις τους; Από πότε και με ανοχή ποιων, μικρές ομάδες καθοδηγούμενες από εξωσχολικούς παράγοντες, καταπατούν τη δημόσια περιουσία, απαγορεύουν στους υπόλοιπους να συνεχίσουν ομαλά την εκπαιδευτική διαδικασία;

Ας μη ξεχνάμε και τους βανδαλισμούς, τις καταστροφές και τις ζημιές που γίνονται σε πολλά σχολεία κατά τη διάρκεια των «καταλήψεων». Ποιος πληρώνει το μάρμαρο τελικό; Όλοι εμείς οι υπόλοιποι, οι οποίοι μέσω των φόρων μας χρηματοδοτούμε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και προβάλουμε διάφορες απαιτήσεις από τις εκάστοτε κυβερνήσεις να σεβαστούν τον κάματό μας και να αποκαθιστούν γρήγορα τη νομιμότητα.

Και μιας κι αναφέρθηκα στη νομιμότητα. Μπορεί να μου εξηγήσει κάποιος από την εισαγγελία, τις αστυνομικές αρχές, τους αρμόδιους υπουργούς, αν αυτή η ανεκτικότητα που επιδεικνύεται στους «καταληψίες», έχει κάποιο νομικό έρεισμα ή είναι απλά η τήρηση ενός άγραφου νόμου που κατάφεραν να επιβάλλουν συγκεκριμένα κόμματα, τα οποία παρότι φωνασκούν διαρκώς για τη δημοκρατία στη χώρα μας, η λειτουργία τους διέπετε από τους πιο ολοκληρωτικούς κανόνες.

Ουσιαστικά, πρόκειται για μία άγραφη παράδοση που ξεκίνησε από τις καταλήψεις το μακρινό 1977 και κορυφώθηκε δραματουργικά, συναισθηματικά και πολιτικά το 1991 με το κύμα καταλήψεων για το νόμο Κοντογιαννόπουλου.

Πιστοί αυτής της παράδοσης είναι μία μερίδα εκπαιδευτικών, συνήθως συνδικαλιστών που εκλέγονται με μερικές δεκάδες ψήφων, λόγω της πάνδημης αδιαφορίας των υπολοίπων. Αυτοί, πολλές φορές, ενθαρρύνουν τις καταλήψεις, έχοντας ως Βίβλο τη μαοϊκή φράση «Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση», ενώ ταυτόχρονα κολλούν τα αναγκαία κομματικά, επαναστατικά ένσημα για την ανέλιξη τους στην κομματική επετηρίδα.

Τι κι αν χρόνο με το χρόνο η επαναστατική τους εικόνα ξεθωριάζει διαρκώς και αποξενώνονται από την κοινωνία. Επιμένουν λες και πάσχουν από ναρκισσιστική διαταραχή ή διακατέχονται από τον φανατισμό ενός νεοφώτιστου ζηλωτή μιας κοσμικής θρησκείας, η οποία μπορεί να ευαγγελίζεται ένα φωτεινό, κόκκινο μέλλον, στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι τίποτα άλλο από περιφερόμενα πολιτικά ράκη που παρασιτούν σε βάρος της κοινωνίας.

Οι παραδόσεις δεν είναι κάτι αιώνια σταθερό κι αμετακίνητο. Πολλές χάθηκαν στο διάβα των αιώνων, κάποιες άλλες επιβίωσαν προσαρμοζόμενες στο εκάστοτε παρόν.

Η «παράδοση» των καταλήψεων είναι ένα κατάλοιπο μιας άλλης εποχής και σήμερα δεν προσφέρει τίποτα στην κοινωνία. Μοναδική τους συνεισφορά, είναι η περαιτέρω υπονόμευση και υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας.