Μια φορά κι έναν καιρό, ένα μικρό αγόρι τελείωσε το δημοτικό σχολείο σε έναν από τους δήμους της Δυτικής Αττικής. Τα χρόνια πέρασαν, το αγόρι μεγάλωσε, σπούδασε, έγινε άντρας και λίγο μετά τα τριάντα, βρέθηκε επικεφαλής μεγάλης ιδιωτικής επιχείρησης.
Κάποια στιγμή, θεώρησε καλά να προχωρήσει σε ανανέωση του εξοπλισμού της εταιρείας και σκέφτηκε να βοηθήσει το δημοτικό σχολείο του. Πήρε την δασκάλα του και την ενημέρωσε για την πρόθεση του να δωρίσει στο σχολείο οθόνες υπολογιστών, γραφεία καρέκλες, ντουλάπια, τραπέζια συνεδριάσεων και άλλο υλικό. Χαρούμενη η δασκάλα το μετέφερε στο σύλλογο και στο διευθυντή, οι οποίοι ασμένως αποδέχτηκαν αυτή τη γενναιόδωρη προσφορά. Κάπου εκεί, όμως, εμφανίστηκε ο κακός δράκος που δεν ήταν άλλος από τον κομμουνιστή αντιδήμαρχο, ο οποίος αφού εξάντλησε πρώτα όλη την εργαλειοθήκη επιχειρημάτων που βρωμάνε ναφθαλίνη, όπως «είναι δουλειά του κράτους να τα παρέχει όλα αυτά» κ.λπ. στο τέλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει, δίχως, όμως, να σταματήσει να υπονομεύει αυτή τη διαδικασία, επικαλούμενος την προχωρημένη ηλικία των υπαλλήλων του τμήματος που θα αναλάμβανε την μεταφορά. Το πρόβλημα, τελικά, λύθηκε με παρέμβαση των δασκάλων. Αυτά συζητούσα τούτες τις ημέρες με φίλη μου, εκπαιδευτικό με γνώσεις και μεράκι, η οποία μεγάλωσε πολλές γενιές στο δημοτικό σχολείο όπου εργάζεται.
Το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας είναι απλό: είναι εύκολο να λες πως θέλεις μια κοινωνία αλληλεγγύης, να καλείς τον λαό να ξεσηκωθεί αλλά αδύνατον να την αποδεχτείς από τη στιγμή που δεν την ελέγχεις από την αρχή μέχρι το τέλος.
Κάποια στιγμή σε αυτή τη χώρα θα πρέπει, με κάποιο τρόπο, να μειώσουμε τα επίπεδα της υποκρισίας και να αρχίσουμε να κοιτάζουμε την πραγματικότητα κατάματα, χωρίς παρωπίδες, ιδεολογικές εμμονές και αρχαϊκά στερεότυπα.
Πολλά δημοτικά σχολεία, γυμνάσια και λύκεια, αποκτούν αναγκαίο εξοπλισμό από δωρεές ιδιωτών, οι οποίοι τις περισσότερες φορές το κάνουν με κίνητρο την αγάπη για τους παλιούς τους δασκάλους και την νοσταλγία για την αθωότητα των παιδικών χρόνων. Δεν βρίσκω τίποτα το μεμπτό, το επιλήψιμο ή το κατακριτέο σε αυτό. Μακάρι να αυξηθούν αυτές οι τρυφερές χειρονομίες και να καλύψουν τα κενά στην υλικοτεχνική υποδομή που είναι ευθύνη της πολιτείας, δηλαδή της κυβέρνησης και των δήμων. Ας μην ξεχνάμε πως η αρμοδιότητα της συντήρησης των υποδομών των σχολείων ανήκει στους δήμους, οι οποίοι την είχαν διεκδικήσει δυναμικά απ’ ότι θυμάμαι. Ευκαιρία λοιπόν, να αποδείξουν πως είναι άξιοι της ευθύνης που ανέλαβαν.
Όσον αφορά στην υποκρισία εκείνων που μιλούν, ζητούν και ομνύουν γενικά κι αόριστα την αλληλεγγύη, νομίζω πως ήρθε πια καιρός να τους βάλουμε στη θέση τους. Η διαρκής και μόνιμη αρνητική στάση απέναντι σε κάθε τι που θα συμβάλει στη βελτίωση των όρων ζωής των πολιτών, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ύπουλη τακτική που στοχεύει στην επιδείνωση της καθημερινότητας, ώστε να προσποριστούν εκλογικά οφέλη.
Έχει καταντήσει πολύ κουραστική αυτή η υποκριτική στάση με τα ανέξοδα συνθήματα, τους επαναστατικούς βερμπαλισμούς και τη διαρκή αρνητική πολιτική γυμναστική. Στην περίπτωση του σχολείου που ήταν η αφορμή για αυτές τις γραμμές, την πρωτοβουλία την ανέλαβαν οι ίδιοι οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί του σχολείου, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά τις ανάγκες που έχει, το πως μπορούν να καλυφθούν, τι έχουν να περιμένουν από την κεντρική κυβέρνηση και πότε θα το πάρουν.
Εκείνο που αξίζει εγκωμίων και ενθάρρυνσης είναι η σκέψη και η πράξη του παλιού μαθητή, ο οποίος δεν ξέχασε μέσα στη χθαμαλή καθημερινότητα και τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της το παλιό του σχολείο, τους αγαπημένους του δασκάλους και θέλησε με μια γενναιόδωρη χειρονομία να ξεπληρώσει ένα μέρος του μεγάλου χρέους που έχει προς αυτούς για τα εφόδια, τις γνώσεις και το ήθος που του μεταλαμπάδευσαν με αγάπη.
Αργά ή γρήγορα, θα προχωρήσει και η διαδικασία αποκάθαρσης των λέξεων – εννοιών, όπως η αλληλεγγύη, οι οποίες έχουν τόσο πολύ κακοπάθει κατά την μεταπολιτευτική περίοδο της νεότερης ιστορίας. Είμαι σίγουρος που θα γίνει και θα έχει ιαματική και ευεργετική επίδραση στο κοινωνικό σύνολο.