Διαβάζοντας αυτές τις ημέρες τον Τύπο (επαγγελματική διαστροφή ή η συνήθεια ενός μεσήλικα) έπεσα πάνω σε δύο ειδήσεις, από εκείνες που δεν προβάλλονται στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, ούτε σχολιάζονται στα social media, την λεγόμενη «αγορά του Δήμου» της εποχής μας.
Η πρώτη αφορούσε τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ντογιάκο, ο οποίος κέρδισε την προσφυγή που είχε κάνει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο του επιδίκασε αποζημίωση 7.000 ευρώ. Ο κ. Ντογιάκος, εν όψει της αποχώρησής του από το δικαστικό σώμα λόγω συνταξιοδότησης, αποφάσισε να αξιοποιήσει το ποσό αυτό, αγοράζοντας απινιδωτές για να τους χαρίσει, στη συνέχεια, στα δικαστήρια της χώρας.
Η δεύτερη αφορούσε τον ευπατρίδη πολιτικό Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος πέρασε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, πριν ολοκληρώσει τη γήινη διαδρομή του σε ένα μικρό διαμέρισμα, στηριζόμενος στη βοήθεια λίγων και εκλεκτών του φίλων.
Αναπόφευκτα μου δημιουργήθηκε ο συνειρμός με την κηδεία του Πλαστήρα, τον οποίο έθαψαν με δανεικό κοστούμι.
Αρχής γενομένης από τα «Δεκεμβριανά» του 2008 και σαν παλιρροιακό κύμα μας κατέκλυσαν διάφορα λαϊκιστικά - ολοκληρωτικά συνθήματα, όπως «Κάτω οι κλέφτες», «Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι», «Όλοι ίδιοι είναι», «Κλέφτες πολιτικοί, φέρτε πίσω τα κλεμμένα» κ.λπ.
Το τσουνάμι του εθνικολαϊκίστικου ολοκληρωτισμού, κορυφώθηκε την περίοδο 2010 - 2012, όταν πολλοί ήθελαν να εισβάλλουν και να κάψουν το Κοινοβούλιο της χώρας, επικαλούμενοι την «αγανάκτηση» των πολιτών για τους περιορισμούς στη δημοσιονομική πολιτική που ήταν αποτέλεσμα της χρεοκοπίας της χώρας και πιο συγκεκριμένα του κράτους των πελατειακών σχέσεων και των δικτύων συμφερόντων.
Τότε ήταν που ορισμένοι θυμήθηκαν το «ηθικό πλεονέκτημα» της αριστεράς, το οποίο δεν είχαν ποτέ επικαλεστεί εκείνοι, οι οποίοι το κατέκτησαν με την ανιδιοτελή τους προσφορά, γιατί ήταν σεμνοί και γνώριζαν καλά τις επιπτώσεις των επιλογών τους.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Απορρίπτοντας συλλήβδην το «παλιό», εμφανίστηκε το «καινούργιο», το οποίο μετά από λίγο αποκαλύφθηκε πως διαθέτει πλουσιότατα Ε9 με δεκάδες ακίνητα, μεγάλες καταθέσεις σε τράπεζες του εξωτερικού, πολυτελείς συνήθειες και εκλεπτυσμένα γούστα που έφταναν μέχρι τις χρυσοποίκιλτες μπριζόλες ευφάνταστου ανατολίτη μάγειρα.
Η ρετσινιά, όμως έμεινε και πολλοί προσπαθούσαν να εξηγήσουν πως δεν είναι ελέφαντες, πως δεν πλούτισαν ασχολούμενοι με την πολιτική, πως δεν είναι όμοιοι με εκείνους που εκμεταλλεύτηκαν τη θέση τους για ίδιον όφελος (είναι πολλοί αυτοί οι δεύτεροι και γνωστοί σε όλους μας).
Η ομογενοποίηση, ωστόσο, βοηθούσε τις ανάγκες της προπαγάνδας και της συσκότισης της αλήθειας. Επιπλέον, η συλλογική απόρριψη των «διεφθαρμένων», αναδείκνυε την αγνότητα των προθέσεων των «αμόλυντων», επιβεβαιώνοντας για άλλη μία φορά την μανιχαϊστική αντίληψη για την κοινωνία και τον άνθρωπο, η οποία είναι το πρελούδιο κάθε ολοκληρωτισμού.
Τα παραδείγματα από το βίο δημοσίων αντρών και γυναικών που κόσμησαν την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πνευματική ζωή του τόπου, είναι πολλά, αναρίθμητα.
Σε αυτούς τους ανθρώπους, είτε είναι πολιτικοί, επιχειρηματίες, εργαζόμενοι, δημόσιοι λειτουργοί, συνεπείς και όχι αυτοαναφορικοί, ναρκισσευόμενοι, αλλά πραγματικοί καλλιτέχνες, στηρίχθηκε και στηρίζεται αυτός ο τόπος. Στηρίζεται στον απλό τίμιο εργάτη, σε όποια θέση βρίσκεται ή τον τοποθετεί η επιλογή των συμπολιτών του.
Μπορεί η ζωή τους να μην γίνεται ευρύτερα γνωστή, ωστόσο το παράδειγμά τους αγγίζει τους γύρω τους κι εκείνοι το μεταβολίζουν σε ένα άλλο, ευρύτερο περιβάλλον με ευεργετικές για το κοινωνικό σύνολο συνέπειες.
Η αρχοντιά, η ελευθεροφροσύνη, η συνέπεια, η προσήλωση στο καθήκον, είναι αρετές. Η αρετή διδάσκεται δια του παραδείγματος είτε στην αγορά του Δήμου, είτε στο στενό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον.
Κάθε προσπάθεια υποτίμησης ή υπονόμευσής του πέφτει στο κενό, γιατί η εναλλακτική πρόταση μυρίζει σαν το αρχείο του συμβολαιογράφου, που είναι γεμάτο από συμβόλαια αγορών ακινήτων προς δόξα της «αγωνιστικής καθαρότητας» και της ψευδεπίγραφης προτεσταντικής ηθικής περί «καθαρών» και «μιαρών».
Σε τελικά ανάλυση, όπως έλεγε και ο γέρο Μαρξ, η σύγκριση είναι το κριτήριο της αλήθειας. Και δύσκολα, νομίζω, πως μπορεί να διαφωνήσει κανείς κάνοντας μία απλή σύγκριση.