Διαβάζοντας τις οικονομικές σελίδες του Τύπου, εκείνες δηλαδή που έχουν πολύ μικρή αναγνωσιμότητα από το ευρύ κοινό, έμαθα πως προχθές το πρωί, το κόστος του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου ήταν 3,74, στην ίδια τιμή με το αντίστοιχο ομόλογο των ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, τα ομόλογα της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιταλίας διαπραγματεύονταν στο 4,15, της Αυστραλίας στο 3,79 και στη γειτονική Τουρκία, παρά την αλλαγή στο πρόσωπο του υπουργού Οικονομικών τις υποσχέσεις για επιστροφή στον «οικονομικό ορθολογισμό» στο 12,21.
Οι έχοντες στοιχειώδεις γνώσεις μακροοικονομίας, αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για μια πολύ καλή θετική είδηση, η οποία αντικατοπτρίζει την κατάσταση, αλλά και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Αυτό που τα δελτία ειδήσεων αποκαλούν: επενδυτική βαθμίδα.
Το βλέπουν αυτό και εκτός της Ελλάδας, αλλά και εντός της, δηλαδή οι κάτοικοί της.
Πώς γίνεται να μην το βλέπουν τα οικονομικά επιτελεία (αν υπάρχουν όντως τέτοια) στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ;
Τις τελευταίες ημέρες γίναμε μάρτυρες ενός διαγωνισμού (ή μήπως διαγκωνισμού) καταστροφολογίας. Αν παίρναμε στα σοβαρά αυτά που ακούσαμε και είδαμε, θα θεωρούσαμε πως ζούμε σε μία χώρα, η οποία βρίσκεται μια ανάσα πριν το χείλος της καταστροφής, πως οι κάτοικοι της πεινούν (κλαίνε μπροστά στις βιτρίνες με τα τυριά των σούπερ μάρκετ ή ψάχνουν στους σκουπιδοτενεκέδες για φαγώσιμα), πως στο κέντρο και στις παρυφές των πόλεων ανθούν οι φαβέλες κ.λπ.
Είναι, όντως, αξιοπερίεργο, δύο κόμματα της αντιπολίτευσης που διαγκωνίζονται για τη δεύτερη θέση στις εκλογές να έχουν μία τόσο στρεβλή εικόνα για την πραγματικότητα, μία εικόνα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα που έχει η πλειονότητα του πληθυσμού της χώρας.
Αν αυτό οφείλεται στις ανάγκες της προεκλογικής εκστρατείας, μπορεί να χαρακτηριστεί θεμιτό, αλλά όχι κατανοητό. Τι είναι εκείνο που τους ωθεί να συγκρούονται με την πραγματικότητα; Η ανάγκη να ξεχωρίσουν; Μα στην καταστροφολογία και στις απαισιόδοξες προβλέψεις, θα ρωτήσει κανείς. Αδύνατο να βρει λογική απάντηση στο ερώτημα αυτό.
Μήπως ανταγωνίζονται για την ψήφο εκείνων που έχουν γαλουχηθεί στον νεοελληνικό μιζεραμπιλισμό και ζουν ακόμη έχοντας ως καθοδηγητική αρχή την λογοτεχνική εικόνα του μεσοπολέμου; Πιστεύουν πως παρουσιάζοντας μία εικόνα της οικονομίας και της ζωής αναντίστοιχης της πραγματικότητας, έρχεται πιο κοντά η πιθανότητα δημιουργίας προεπαναστατικών συνθηκών είτε για την «ανατροπή», είτε για την «αλλαγή» σε βελτιωμένη έκδοση από εκείνη των αρχών της δεκαετίας του ’80;
Η ξιφούλκηση για τα μερίσματα, τον ΕΝΦΙΑ και εν γένει τη φορολογία, μπορεί να θεωρήθηκε ως επιστροφή στην πολιτική, δεν πρόσθεσε, ωστόσο, κάτι για να γίνουμε σοφότεροι, πέραν των γνωστών βερμπαλιστικών γενικολογιών, προς χάρη των τηλεοπτικών παραθύρων και της ανάγκης διαχωρισμού των οπαδών της μίας ή της άλλη προσέγγισης.
Η πολιτική μάχη δεν δίνεται στα τηλεοπτικά παράθυρα, τα οποία είναι άλλωστε υπερτιμημένα ως προς την επιρροή που ασκούν στο εκλογικό σώμα. Μπορεί κάποιος να κερδίσει πόντους εμφανιζόμενος ως αιρετικός σε μια πρωινή εκπομπή, έχει, όμως, ξεχαστεί μέχρι το απόγευμα.
Ο απλός, καθημερινός άνθρωπος εκείνο που μετράει, σε τελική ανάλυση, είναι η εμπειρία του, εκεί ζυγίζει και αποφασίζει ποιον θα ψηφίσει και πότε, λαμβάνοντας πάντα υπόψη του την απάντηση στο ερώτημα: ποιος μπορεί να βελτιώσει έστω και λίγο τη ζωή του;
Ας ελπίσουμε, μετά τις εκλογές, να επιστρέψουμε, όντως στην ουσία της πολιτικής και να ακούσουμε συγκεκριμένες, κοστολογημένες, βιώσιμες προτάσεις για τη βελτίωση της οικονομίας και κατ’ επέκταση της ζωής μας. Μέχρι τότε, θα μετράμε τα θύματα της σύγκρουσης του φαντασιακού με την πραγματικότητα.