Όταν δεν μπορείς να χτυπήσεις τον γάιδαρο, βάρα το σαμάρι, λέει η παροιμία, η οποία ταιριάζει γάντι στις αναλυτικές απόπειρες ορισμένων να εξηγήσουν την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εκλογές.
Ανάμεσα στα πολλά ερμηνευτικά εργαλεία που χρησιμοποιούν, μεταξύ των άλλων, είναι και η θεωρία για τους μεταμελήμενους, ανανήψαντες πρώην αριστερούς, γνωστούς ως «φρουρά του Μητσοτάκη» «γενίτσαρους της δεξιάς» ή «κυριακίστας», έννοιες τις οποίες περιφέρουν στο δημόσιο χώρο με στόχο να πλήξουν ηθικά, εκείνους που δεν συμμερίζονται το δικό τους όνειρο.
Όντως, μια μεγάλη και διακριτή ομάδα του εκλογικού σώματος, η οποία επέλεξε τη Ν.Δ. όχι μόνο στις πρόσφατες εκλογές, αλλά και σε άλλα μείζονα πολιτικά γεγονότα από το 2010 και μετά, προέρχεται από τη μεγάλη δεξαμενή της μεταπολιτευτικής αριστεράς. Ανάμεσά τους, μπορεί να συναντήσει πολλούς που ήταν στην ΚΝΕ, στον Ρήγα Φεραίο, στους μαοϊκούς, στους τροτσκιστές, τους αλβανόφιλους, τους σιτουασιονιστές και σε άλλες οργανώσεις της νεολαίας, εκείνης της πρώτης, μεταπολιτευτικής δεκαετίας.
Είναι όλοι άνθρωποι που γνώρισαν από μέσα τη λειτουργία, τις διαδικασίες, τον τρόπο λήψης αποφάσεων και δράσης των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων και απέκτησαν βιωματική σχέση με το τρομακτικό σύστημα διοίκησης που λέγεται δημοκρατικός συγκεντρωτισμός.
Τα χρόνια πέρασαν, οι νέοι εκείνοι μεγάλωσαν, άλλοι σπούδασαν κι άλλοι όχι, δούλεψαν πολύ και σκληρά για να καζαντίσουν, ήρθαν σε επαφή με την πραγματικότητα, είδαν τις ιδέες τους να διαψεύδονται και τα ρομαντικά τους όνειρα να αποδεικνύονται φενάκη.
Δεν τα παράτησαν, όμως. Παρέμειναν πολίτες ενεργοί και σκεπτόμενοι. Αντί να πενθούν αέναα, αναστοχάστηκαν, προβληματίστηκαν, άλλαξαν. Ο άνθρωπος γεννιέται για να αλλάζει και όχι για να παραμένει στάσιμος και προσκολλημένος σε πράγματα και ιδέες που ήδη χάνονται κάτω από το βάρος της σκόνης του χρόνου και της λήθης. Πολλοί από αυτούς, διακρίθηκαν για την επαγγελματική τους επάρκεια, για την επιστημονική τους προσήλωση στην αναζήτηση της αλήθειας, για την προσφορά τους στα γράμματα, στις τέχνες, στις τοπικές κοινωνίες.
Έκαναν παιδιά κι εγγόνια, έγραψαν βιβλία και διατριβές, κατέκτησαν επαγγελματικά τρόπαια και είδαν τους κόπους τους να πιάνουν τόπο για τους ίδιους, για τα παιδιά τους, για τους γύρω τους.
Για πολλά μπορείς να τους ψέξεις, όχι, όμως, για ιδιοτέλεια. Έκαναν λάθη και τα πλήρωσαν, χωρίς να βαρυγκωμούν. Αυτάρκεις και ανεξάρτητοι, περήφανοι και σεμνοί, οι άνθρωποι αυτοί, ο ανθός της γενιάς τους, δεν έλλειψε από καμία μάχη για τη δημοκρατία και το δίκιο.
Πολλοί, αν και είχαν αποστασιοποιηθεί, επανεργοποιήθηκαν, κυρίως από το 2010 και μετά, όταν είδαν πως ο εθνολαϊκισμός προέλαυνε, απειλώντας τις δημοκρατικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας και τη θέση της Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο.
Ξαναβγήκαν στους δρόμους, αν και δεν ήταν πια οι νέοι της δεκαετίας του ’70, συμμετείχαν και παρακίνησαν και άλλους να συμμετάσχουν στην υπεράσπιση της θέσης της Ελλάδας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν άλλοι συναγελάζονταν με δικτάτορες και μουλάδες, προκειμένου να υλοποιήσουν τις αρρωστημένες φαντασιώσεις τους.
Δεν ήρθαν από το πουθενά όλοι αυτοί. Δεν ήταν απόντες από τη ζωή και την πολιτική, επειδή δεν συμμετείχαν σε ατέρμονες και αλυσιτελείς συζητήσεις του ΣΥΡΙΖΑ ή των ακροδεξιών, αντισυστημικών σεχταριστικών ομάδων.
Ήταν παρόντες πάντα, καταβάλλοντας το αναλογούν τίμημα, ιδίως σε περιόδους, όταν η ιδεολογική τρομοκρατία έφτανε στις υπηρεσίες, τους τόπους δουλειάς, στις γειτονιές και στις παρέες. Δεν δείλιασαν και δεν κιότεψαν. Κι αυτό το τελευταίο, είναι, ίσως, εκείνο που κάνει πολλούς να τους μισούν και να προσπαθούν να τους μειώσουν με υποτιμητικούς, ταπεινωτικούς, επιθετικούς προσδιορισμούς. Προφανώς, το κάνουν, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια. Ο τόπος είναι μικρός, γνωριζόμαστε όλοι και είναι γνωστές οι διαδρομές του καθενός. Ας μην ξύνονται, λοιπόν, πολλοί στην γκλίτσα του τσομπάνη.
Τώρα, αντί να αναζητούν τις αιτίες της εκλογικές συντριβής, προσπαθούν να αποδώσουν τη δική τους ανεπάρκεια να πείσουν το εκλογικό σώμα, με διάφορες σοφιστείες και εσκεμμένα λογικά άλματα, χωρίς να ξεχνούν την καταγωγή τους από την ανήθικη παράδοση εξόντωσης των πολιτικών αντιπάλων. Μπόρεσαν να ξεγελάσουν εκείνους που δεν τους ήξεραν, όχι, όμως, εκείνους με τους οποίους συμπορεύτηκαν κάποτε και ανακάλυψαν πως κάτω από το λούστρο και τους πομφόλυγες, κρύβονται ιδιοτελή όντα, μοναδικό μέλημα των οποίων ήταν η κατοχή και νομή ακόμη και της μικρότερης εξουσίας. Χωρίς αυτήν, απλά, η ζωή τους δεν είχε νόημα. Κι έρχονται τώρα και κατηγορούν άλλους για ιδιοτέλεια. Ντρέπεται και η ντροπή.
Ας μην ξύνονται, λοιπόν, πολλοί στην γκλίτσα του τσομπάνη.