Δοκιμάζεται σκληρά η χώρα από τις πυρκαγιές. Δοκιμάζεται, όμως κι ο ελληνικός λαός, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως όλα αυτά τα φληναφήματα που ακούμε από διάφορους «αναλυτές», περί κυριαρχίας του ατομικισμού και της αδιαφορίας, ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Μέσα στον χαλασμό και τη θανάσιμη απειλή, χιλιάδες συμπολίτες μας στη Ρόδο, απλοί πολίτες - εθελοντές, επιχειρηματίες - ιδίως της εστίασης, οργανωμένα μέλη συλλόγων, από κοινού με τις δημόσιες υπηρεσίες, την ΕΛΑΣ, το Πυροσβεστικό Σώμα, τον Ελληνικό Στρατό, το Λιμενικό Σώμα κ.λπ. κατάφεραν, όχι μόνο να απομακρύνουν με ασφάλεια χιλιάδες τουρίστες που βρέθηκαν σε κίνδυνο, αλλά και τους προσφέρουν δωρεάν και αφιλοκερδώς υπηρεσίες, τρόφιμα και νερό.
Αυτές τις ημέρες στην Ρόδο αναδείχτηκε μέσα στη μεγαλοπρέπεια του ο όρος πολίτης, ως ενεργό μέλος της κοινωνίας, ως προστάτης του συνανθρώπου και της πατρίδας του. Κανείς από όσους έτρεξαν να βοηθήσουν δεν ρώτησε τον άλλο σε ποιο θεό πιστεύει, τι κόμμα ψήφισε και ποιον διάλεξε για σύντροφο στη ζωή του. Το παράδειγμα της προσφοράς, της αλληλεγγύης και της ανεκτικότητας μιας ανοιχτής, δημοκρατικής κοινωνίας. Η στάση αυτή των συμπολιτών μας, αναγνωρίστηκε από τον Διεθνή Τύπο και εγκωμιάστηκε αφειδώς.
Ταυτόχρονα απομυθοποιήθηκε η στρεβλή εικόνα που παρουσιάζουν οι κατ’ επάγγελμα «ευαίσθητοι» και κατ’ ανάθεση «αλληλέγγυοι», μοναδική φροντίδα των οποίων είναι η ανάδειξη του δικού τους ρόλου και κατ’ αποκοπή η συκοφαντία της πατρίδας, της Ελλάδας.
Κι ενώ αυτή η συμπεριφορά θα έπρεπε να τύχει δημοσίου επαίνου, βρέθηκαν και πάλι οι γνωστοί σκοταδόψυχοι να επικρίνουν την επιχείρηση διάσωσης, απομάκρυνσης και περίθαλψης, προβάλλοντας διάφορες αιτιάσεις. Μην μπείτε καν στον κόπο να μαντέψετε ποιοι είναι, απλά αναλογιστείτε ποιοι είναι εκείνοι που με κάθε ευκαιρία μιλούν για «αλληλεγγύη». Το κάνουν, βέβαια, εκ του ασφαλούς, αφού ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να συνδράμουν σε οτιδήποτε.
Στην κοινωνία και στα κύτταρά της υπάρχουν δυνάμεις υγιείς, δυνάμεις φιλοπρόοδες και δυναμικές, οι οποίες αποτελούν τους στέρεους και ελπιδοφόρους πυλώνες της. Είναι όλοι εκείνοι που παρά τις επιθέσεις που δέχονται ως «ξεπουλημένοι», «μικροαστοί», «κυρπαντελήδες» βάζουν κάθε φορά που ο τόπος έχει ανάγκη, πλάτη και καταφέρνουν εκείνο που μοιάζει ακατόρθωτο.
Δεν θα ακούσετε επαίνους γι’ αυτούς, δεν θα γραφτούν τραγούδια για τις συναυλίες, δεν θα γυριστούν ταινίες, ούτε θα γραφούν διδακτορικές διατριβές από τους κατά τα άλλα υμνωδούς του «έπους του λαού μας».
Και είναι απλό αυτό. Δεν ταιριάζουν με το στερεότυπο που φιλοτέχνησαν εδώ και δεκαετίες για τον «υπερήρωα» που σηκώνει στους ώμους του ολάκερη την κοινωνία, πότε με ένα όπλο που το στρέφει κατά της πατρίδας και πότε με μία μολότοφ που την πετάει για να κάψει αθώους εργαζόμενους, όπως εκείνους της Μαρφίν.
Οι πολίτες έχουν συναίσθηση και κινητοποιούνται όταν χρειάζεται. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στις μικρές πατρίδες, στην επαρχία, όπου σήμερα δραστηριοποιούνται χιλιάδες ομάδες εθελοντών που συνδράμουν τις τοπικές αρχές σε διάφορα θέματα.
Υπάρχουν και οι αδιάφοροι, οι παρτάκηδες, οι επιπόλαιοι και οι ανεύθυνοι. Καμιά κοινωνία δεν κατάφερε να απαλλαγεί από αυτούς από αρχαιοτάτων χρόνων. Υπάρχουν και κατά σύστημα αδιάφοροι. Γι’ αυτούς, όμως, ισχύει η φράση του Αντόνιο Γκράμσι: «Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να έχεις ενταχθεί κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι ενεργός πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους».
Είναι μία κατάσταση στην οποία ζούμε και θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε. Είναι κάτι με το οποίο θα συνεχίζουμε να ζούμε. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως πρέπει να μηδενίζουμε, να λοιδορούμε και να απαξιώνουμε την προσφορά και τον κάματο, εκείνων που δεν δίστασαν ούτε στιγμή να τρέξουν να βοηθήσουν. Γιατί αυτοί είναι που καλλιεργούν ως επίμονοι κηπουροί το παράδειγμα του εθελοντισμού, αναπόσπαστο στοιχείο της Κοινωνίας των Πολιτών.
Οι φωτιές θα σβήσουν. Ο τόπος θα ξαναγεννηθεί και πάλι από τις στάχτες. Δεν είναι η πρώτη φορά. Εκείνο που θα μείνει είναι η προσφορά αυτών των ανθρώπων κι αυτή θα πρέπει να μνημονεύουμε.