Η απαράδεκτη και βάρβαρη επίθεση κατά του αρχηγού του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κ. Κασσελάκη, επειδή πήγε να συμπαρασταθεί στα θύματα της ομοφοβικής βίας στη Θεσσαλονίκη, αναδεικνύει για μία ακόμη φορά το ζήτημα της γενικευμένης βίας στον δημόσιο χώρο, αλλά και στις ιδιωτικές σχέσεις.
Βλέποντας το βίντεο της επίθεσης που δημοσιεύτηκε, ξεχωρίσαμε μία συμμορία κουκουλοφόρων, να επιτίθενται λεκτικά, ενώ λίγο αργότερα ένας από αυτούς χτύπησε με κράνος τον αστυνομικό που στεκόταν στην είσοδο. Γιατί το έκαναν; Γιατί πολύ απλά μπορούσαν και γιατί ξέρουν πως θα μείνουν ατιμώρητοι.
Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα. Η βία που εξαπλώνεται σε πόλεις και χωριά, ανεξέλεγκτα και ατιμώρητα. Τα διάφορα γκέτο στα κέντρα ή τις παρυφές των πόλεων, όπου δεν ισχύει το κράτος δικαίου, αλλά ο νόμος του ισχυρότερου ή της φατρίας, αποτελούν καταφύγιο πάσης φύσεως εγκληματιών και παραβατών του νόμου. Γιατί το κάνουν; Γιατί απλά μπορούν και ξέρουν πως όχι μόνο θα μείνουν ατιμώρητοι, αλλά και πως θα σπεύσουν προς υπεράσπισή τους διάφοροι κατ’ επάγγελμα ευαίσθητοι προστάτες των «μειονοτήτων», με το αζημίωτο φυσικά.
Εστιάζω το ενδιαφέρον μου στις αντιδράσεις της κοινωνίας, οι οποίες ξεκινούν από την λεκτική δυσαρέσκεια και φτάνουν μέχρι την επιδεικτική απάθεια, ακόμη κι εκείνων, μπροστά στα μάτια των οποίων ταπεινώνεται βίαια ένας άνθρωπος.
Τι είναι αυτό που προκαλεί αυτή την απάθεια; Χωρίς να διεκδικώ δάφνες ειδικού, νομίζω πως το καύσιμο στον αενάως λειτουργούντα καυστήρα της βίας, είναι η γενικευμένη αίσθηση της ατιμωρησίας των παραβατών του νόμου.
Εδώ και χρόνια γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες επιθέσεων κατά των δυνάμεων επιβολής της τάξης, όταν οι τελευταίες προσπαθούν να αποτρέψουν ή να καταστείλουν παραβατικές συμπεριφορές. Την ίδια στιγμή, δίκτυα προστασίας υψώνονται για τους καθ’ έξη και κατ’ υποτροπή παραβάτες, με την επίκληση της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, της εθνικής καταγωγής ή της εξάρτησης από διάφορους ουσίες.
Έτσι, όμως, το μήνυμα που εκπέμπεται προς το κοινωνικό σύνολο, είναι λανθασμένο, αφού προστατεύει τους παραβάτες και αφήνει απροστάτευτους τους νομοταγείς πολίτες.
Ο εθισμός στη βία θυμίζει πολύ την ιστορία με τον Μιθριδάτη ΣΤ’ του βασιλιά του Πόντου, ο οποίος για πολλά χρόνια κατανάλωνε σε καθημερινή βάση δηλητήριο, προκειμένου να μην καταφέρουν οι εχθροί του να τον δηλητηριάσουν και να του πάρουν την εξουσία. Βέβαια, στο τέλος, όταν μετά από μία ήττα αποφάσισε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο απέτυχε κι έτσι κατέφυγε στις υπηρεσίες ενός μισθοφόρου και του ξίφους του.
Κάπως έτσι και η ελληνική κοινωνία, «καταναλώνοντας» καθημερινά δόσεις βίας, έχει εθιστεί σε αυτή, προτιμάει,- όταν δεν αποστρέφει το βλέμμα της,- να βιντεοσκοπεί και να αναρτά στις Σελίδες Κοινωνικής Δικτύωσης, τα επίμαχα βίντεο εν είδη τροπαίου.
Υπάρχει βέβαια η εκδοχή, σε λίγο καιρό η γενικευμένη και ατιμώρητη βία να σκεπάσει κάτω από τις σκοτεινές της φτερούγες ολόκληρες συνοικίες και πόλεις, με εκρήξεις και συγκρούσεις που θα έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Μόνο που τότε θα είναι αργά για πολλούς που θα κλαίνε πάνω από την κατσαρόλα με το καμένο γάλα.