Νομίζω πως κανείς άνθρωπος που γνωρίζει στοιχειωδώς τη νεότερη ελληνική ιστορία και ιδίως, τη διαδικασία διαμόρφωσης της νεοελληνικής ταυτότητας, μπορεί να αμφισβητήσει τον ρόλο που διαδραμάτισε η Εκκλησία.
Η συμμετοχή της στην πνευματική και κοινωνική ζωή, με όλες τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις, σε γενικές γραμμές και σε τελική ανάλυση κρίνεται θετική και πολύτιμη.
Βεβαίως, η Εκκλησία της Ελλάδας είναι ένας θεσμός με μακραίωνη εμπειρία, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στις σχέσεις της με την εκάστοτε εξουσία. Αυτό την καθιστά ιδιαίτερα απαιτητικό συνομιλητή της κρατικής εξουσίας. Σε αυτό, αν προσθέσουμε το ιδιόμορφο πλαίσιο λειτουργίας των δύο θεσμών, έτσι όπως διαμορφώθηκε από τις τρικυμίες και τις περιπέτειες του νέο ελληνικού κράτους, μπορούμε να υποψιαστούμε πολλά, αλλά και να κατανοήσουμε άλλα τόσα.
Ωστόσο, παρά τις πρόσκαιρες κρίσεις στις σχέσεις των δύο εξουσιών, της πνευματικής (Εκκλησίας) και της κοσμικής (Κράτος), πάντα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο βρισκόταν μία μέση οδός, μία συμβιβαστική λύση, ώστε ο κάθε πόλος του δίπολου να εκπληρώνει την αποστολή του.
Υπήρξαν, βέβαια, περιπτώσεις, όταν ακραίες φωνές,- συνήθως από την πλευρά της Εκκλησίας,- προσπάθησαν να σπρώξουν στα άκρα τις σχέσεις με την κοσμική εξουσία, αλλά ευτυχώς πάντως βρίσκονταν εμπνευσμένες προσωπικότητας που λειτουργούσαν με στόχο την καταλλαγή και την αξιοπρεπή συμβίωση των δύο πόλων.
Η Εκκλησία σαφώς και πρέπει να υπερασπίζεται την πίστη και τις απορρέουσες αξίες και αρχές από την αυτή. Και πρέπει να το κάνει με πνεύμα αγάπης και κατανόησης, ακόμη και απέναντι σε εκείνους που δεν αναγνωρίζουν την πνευματική της υπόσταση και αποστολή.
Από την άλλη πλευρά, το κράτος, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του, πως η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, δηλώνει θρησκευόμενη στον έναν ή στον άλλο βαθμό, θα πρέπει να νομοθετεί και να ρυθμίζει την κοινή συμβίωση, χωρίς εξαιρέσεις ή εκπτώσεις, ιδίως όταν πρόκειται για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Προσωπικά, η απόφαση της Δ.Ι.Σ. να προχωρήσει σε μία «κλειστή» τελετή για μία από τις κορυφαίες γιορτές της Ορθοδοξίας και τον αποκλεισμό των εκπροσώπων της πολιτείας και της πολιτικής, είναι ακατανόητη και αψυχολόγητη. Η Ελληνική Εκκλησία δεν απαρνήθηκε την πίστη της ή τις αρχές της και πολύ καλά έκανε, αφού λειτουργεί πάντα με γνώμονα τη συνείδησή της.
Η συγκεκριμένη απόφαση, πολύ φοβάμαι πως θα γυρίσει μπούμερανγκ στην Εκκλησία, αποξενώνοντάς την από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, την οποία τη βλέπουν ως αγκαλιά και καταφύγιο και όχι ως τιμωρητικό μηχανισμό.
Σε μία εποχή ρευστότητας των ιδεολογιών και διαγραφής των διαχωριστικών ορίων του παρελθόντος, μία ισχυρή πνευματική φωνή, η οποία θα είναι σε θέση να συνομιλεί με τον άνθρωπο του παρόντος, να αφουγκράζεται τις ανάγκες του, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη.
Αντ’ αυτού, βλέπουμε μία διάθεση απομονωτισμού και αποξένωσης εκ μέρους της Εκκλησίας, η οποία επιμένει να αγνοεί τις μεγάλες αλλαγές που έγιναν στην ελληνική κοινωνία, αλλά και τις αγωνίες των ανθρώπων για το παρόν και το μέλλον. Αυτό, δεν είναι προς το συμφέρον ούτε της Εκκλησίας, ούτε της χώρας. Γι’ αυτό και η ηγεσία της Εκκλησίας θα πρέπει να φροντίσει με γνώμονα την αγάπη και την καταλλαγή, να μην οξύνει τα πράγματα εκεί όπου δεν υπάρχει, πια, κανένας λόγος.