Δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστοι μήνες για να έρθουν τα πάνω κάτω στον ΣΥΡΙΖΑ υπό την ηγεσία του φωτογενούς κ. Κασσελάκη.
Ο νέος αρχηγός του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, κατάφερε, χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίδραση, να καταρρίψει όλα τα ταμπού με τα οποία γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές Ελλήνων αριστερών.
Ποιο να πιάσεις και ποιο να αφήσεις.
Ο κ. Κασσελάκης αναγνώρισε την σημασία και τον ρόλο του τείχους που οικοδομεί η χώρα στα χερσαία σύνορα της Ευρώπης, στον Έβρο.
Τάχθηκε υπέρ του ΝΑΤΟ αναγνωρίζοντας τη σημαντική του συμβολή στον μεταπολεμικό και μεταψυχροπολεμικό κόσμο.
Υποστήριξε το Ισραήλ το οποίο παλεύει για την ύπαρξή του απέναντι στον ισλαμοφασισμό και τον βάρβαρο σκοταδισμό.
Αναρωτιέμαι πως αντιμετωπίζουν τα παλιά, προβεβλημένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που παρέμειναν στον κόμμα, όλες αυτές τις πολιτικές πιρουέτες του αρχηγού τους. Νιώθουν καλά με αυτόν τον ριζικό (και όχι ριζοσπαστικό) επαναπροσανατολισμό της γεωπολιτικής προσέγγισης; Μήπως τώρα πια αντιλαμβάνονται πως στο κόμμα που παρέμειναν, από ιδιοκτήτες έγιναν μουσαφιραίοι; Πολλοί από αυτούς είναι έξυπνοι άνθρωποι, έχουν τριφτεί με την πολιτική, έχουν εμπειρίες, βιώματα και, κυρίως, διατυπώνουν πολιτικές προτάσεις, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς με αυτές. Τουλάχιστον, μπορείς να συζητήσεις μαζί τους σε πολιτική βάση.
Πώς, λοιπόν, αντιμετωπίζουν αυτή την κατάσταση και γιατί;
Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στην αλλαγή του κομματικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ. Στη θέση των παλιών «ανανεωτών» αριστερών, ήρθαν οι ορδές του παλιού, καλού, ορθόδοξου αυριανισμού, οι οποίες ελάχιστη σχέση έχουν με την ιστορία και την κουλτούρα της πάλαι ποτέ διαλάμψασας ανανεωτικής αριστεράς. Εξάλλου, όσοι
θεωρούσαν εαυτούς πολιτικά της παιδιά, μετακόμισαν στην Νέα Αριστερά και βολοδέρνουν δημοσκοπικά ± 3% πράγμα που σημαίνει, πολύ απλά, πως επέστρεψαν στην πραγματική τους απήχηση στην κοινωνία.
Όσοι, όμως, παραμένουν στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν γνωρίζουν και δεν θέλουν να μάθουν τίποτα άλλο, παρά μόνο το πως ο νέος αρχηγός θα τους ξαναφέρει στο κατώφλι της κυβερνητικής εξουσίας, ώστε να μπορούν είτε να διατηρήσουν κάποια προνόμια που έχουν, είτε να διεκδικήσουν κάποια άλλα με την γνωστή συνταγή του δούναι και λαβείν.
Πώς όλοι αυτοί ανέχονται να αλλάζει την πολιτική γραμμή του κόμματος ο νέος τους αρχηγός πριν αποφασίσουν συλλογικά, όπως έκαναν εδώ και πολλά χρόνια και, μάλιστα, κατηγορήθηκαν γιατί διύλιζαν τον κώνωπα και κατάπιναν την κάμηλο. Κανείς, βέβαια, δεν μπορεί να ισχυριστεί πως δεν είχαν μία κουλτούρα διαλόγου, ανεξάρτητα από το γεγονός πως πολλές φορές προκαλούσε χασμωδία στους παρατηρητές.
Τώρα; Πως ανέχονται αυτή την αυτοταπείνωση να βλέπουν τον αρχηγό τους, χωρίς να τους ρωτάει καν, να αλλάζει κατά το δοκούν την πολιτική του κόμματος; Είτε δεν έχουν αντιληφθεί πως πρόκειται για ένα άλλο, τραμπικής έμπνευσης κόμμα με πολύ συγκεκριμένο εκλογικό κοινό, είτε ζουν ακόμη σε ένα ροζ συννεφάκι, η πτώση από το οποίο θα είναι ιδιαίτερα οδυνηρή.