Θα ξεκινήσω με μία κοινοτυπία, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Ο πανικός του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στη διαφαινόμενη, επόμενη εκλογική συντριβή, τον οδηγεί σε οριστικό διαζύγιο με την κοινή λογική, η οποία θα του υπαγόρευε να αλλάξει στρατηγική και τακτική, αφού η προηγούμενη απέτυχε παταγωδώς και καταδικάστηκε από το εκλογικό σώμα.
Ενώ βλέπει - δεν μπορεί να μην βλέπει, δεν δικαιούται να μην βλέπει - πως η κοινωνία έχει ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο που ξεκίνησε με τα «Δεκεμβριανά» του 2008 και απαιτεί άλλες πολιτικές προτάσεις, συνεχίζει να επιμένει στο μόνο πράγμα που έχει μάθει και, μάλλον, αποτελεί δομικό στοιχείο του πολιτικού του DNA.
Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ νομίζει πως επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί κάθε ανθρώπινη τραγωδία - είτε ήταν τα Τέμπη είτε είναι το πολύνεκρο ναυάγιο - θα προσποριστεί εκλογικά οφέλη, ενώ, απεναντίας, η κοινωνία ευθέως και συλλογικώς έχει καταδικάσει κάθε προσπάθεια σκύλευσης των νεκρών και της μνήμης τους.
Και ενώ χθες, τα πρωτοκλασσάτα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που πήραν σβάρνα τους τηλεοπτικούς σταθμούς, εμφανίστηκαν λίγο πιο μετριοπαθείς από άλλες φορές, ξημερώνοντας η καινούργια μέρα, κατέβηκε να γραμμή να οξύνουν την αντιπαράθεση όχι πια με την κυβέρνηση, αλλά με την ίδια την πολιτεία.
Πρωταγωνιστής και πάλι ο αρχηγός του κόμματος κ. Τσίπρας, ο οποίος επιτέθηκε στον υπηρεσιακό υπουργό Πολιτικής Προστασίας κ .Τουρνά, με «επιχειρήματα» που διακινούσε από το πρωί το διαδικτυακό παρακράτος των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης. Επιχειρήματα έωλα, αλλά και επικίνδυνα, γιατί φανερώνουν πως δεν γνωρίζει, αν και χρημάτισε πρωθυπουργός τις δεσμεύσεις της χώρας με βάση τις διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει.
Στόχος τους, δεν είναι πια η σημερινή, υπηρεσιακή κυβέρνηση, αλλά η ίδια η χώρα, η κοινωνία και το ελληνικό κράτος, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τόσο το δικαίωμα προστασίας και της εθνικής ασφάλειας, όσο και τις διεθνείς συνθήκες τις οποίες έχει υπογράψει και τηρεί υποδειγματικά, ανεξάρτητα από ότι λένε μίσθαρνοι κονδυλοφόροι διαφόρων ύποπτων ΜΚΟ.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την έγκυρη, άμεση και αποτελεσματική επιχείρηση διάσωσης που πραγματοποίησε και συνεχίζει ακάματα το Λιμενικό Σώμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, θεωρεί πως μπορεί να «αλλάξει το παιχνίδι» έντεκα ημέρες προ των εκλογών, δημιουργώντας τεχνητή πόλωση, όχι γιατί πιστεύει πως θα τις κερδίσει, αλλά για να συσπειρώσει τους οπαδούς τους, ιδίως εκείνους που γλυκοκοιτάζουν είτε στα αριστερά του, είτε στα πολύ δεξιά του, απογοητευμένοι από την πρόσφατη εκλογική του συντριβή.
Μπροστά σε αυτή την υπαρξιακή του αγωνία, ο ΣΥΡΙΖΑ, θέτει για άλλη μία φορά, για πολλοστή φορά ακριβέστερα, το κομματικό του συμφέρον πάνω από το εθνικό, την εκλογική του επιβίωση πάνω από τα συμφέροντα, την δημόσια εικόνα της χώρας αλλά και τις έννοιες του δικαίου και της δικαιοσύνης.
Το ξέρει καλά αυτό το παιχνίδι και τα στελέχη του δεν χρειάζονται ειδική προπόνηση. Έχουν διακριθεί σε αυτό εδώ και δεκαπέντε χρόνια, εγκλωβίζοντας τη χώρα σε μια περιδίνηση μίσους και εχθροπάθειας, σε μία παγίδα παρελθοντολαγνείας και νεκροφιλίας.
Δεν θυμάμαι περίπτωση τραγικού γεγονότος που να μην έσπευσε ο ΣΥΡΙΖΑ να το εκμεταλλευτεί τυχαία, από το θάνατο από αναθυμιάσεις φοιτητών που ξέχασαν να σβήσουν τη φωτιά αφού έψησαν σουβλάκια, το θάνατο ενός νέου που πήδηξε από το τρόλει γιατί δεν είχε εισιτήριο, μέχρι το προχθεσινό ναυάγιο.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά είναι εγκλήματα, για τα οποία είναι ένοχος το σύστημα, η εκάστοτε κυβέρνηση - εκτός της δικής του - ο καπιταλισμός, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και διάφορα άλλα γλαφυρά πλην όμως, όμως, αναληθή και παραπλανητικά για την ουσία των πραγμάτων και την αναζήτηση της αλήθειας.
Αποκοιμίζοντας την λογική ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει στον ύπνο του τέρατα. Τέρατα ανύπαρκτα για την κοινωνία, απαραίτητα, όμως για τον ίδιο, αφού θεωρεί σε ένα κρεσέντο έπαρσης που αυτός προσωποποιεί τον αρχάγγελο της κάθαρσης, της αλλαγής, της δικαιοσύνης παντού, όπως μας έλεγε στα προεκλογικά, τηλεοπτικά του σποτ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και μετά τις εκλογές, το ίδιο βιολί θα παίζει, φάλτσα και παράφωνα, χωρίς θεατές, γιατί πολύ απλά ο τραγέλαφος πως δεν κρατάει το κοινό, όσες τερατολογίες κι αν παρουσιάσει επί σκηνής. Πολύ περισσότερο, όταν πρόκειται για ένα χιλιοπαιγμένο έργο με γνωστό τέλος.