Αδιαμφισβήτητα, η ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, έκρυβε πολλές εκπλήξεις. Περισσότερες από όσες συζητούσαμε στα δημοσιογραφικά γραφεία, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουμε τις διαρροές από το κυβερνητικό στρατόπεδο.
Θυμάμαι πολλούς, οι οποίοι λίγο καιρό μετά την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ. έλεγαν πως «δεν τραβάει το παιδί». Και δεν ήταν μόνο κάποιοι αριστεροί ή πασόκοι, μα κυρίως νεοδημοκράτες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να χωνέψουν πως έχασε ο Μεϊμαράκης στις εσωκομματικές εκλογές.
Μα και σήμερα, γνωστές περσόνες των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης με μηδενική επιρροή στην κοινωνία, οι οποίοι μωροφιλοδοξούν να εκφράσουν τη «γνήσια, παραδοσιακή Δεξιά», ασχολήθηκαν οι έρμοι με τη φιλολαϊκή πολιτική που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός.
Καταλαβαίνω τους αριστερούς και τους κομμουνιστές, οι οποίοι επιμένουν στα ερμηνευτικά σχήματα των αρχών του 20ου αιώνα. Αυτοί, τουλάχιστον, έχουν το ελαφρυντικό πως έχουν πάρει διαζύγιο με την λογική, την ιστορία και την πραγματικότητα εδώ και δεκαετίες. Αυτοί οι δόλοι οι wannabe alt-right θα ήθελα να ξέρω με ποιον συνομιλούν, γιατί με την κοινωνία αποκλείεται. Επιμένουν σε συνταγές και μοντέλα, τα οποία, θεωρητικώς ακούγονται καλά, μόλις έρθουν σε επαφή με την πραγματικότητα, αποδεικνύεται πως πρόκειται για τις γνωστές ασκήσεις πειραματισμού διαφόρων περισπούδαστων ακαδημαϊκών ή λαϊκιστών πολιτικών.
Η πολιτική του Μητσοτάκη, από την πρώτη στιγμή που εκλέχθηκε αρχηγός της ΝΔ, ήταν η αμφίπλευρη διεύρυνσή της στο φάσμα του πολιτικού σκηνικού. Με προσεκτικές κινήσεις, απέκοψε την παράταξή του από τα ακραία δεξιά στοιχεία, γνωρίζοντας πολύ καλά πως πρόκειται για περιθωριακούς θύλακες τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στην κοινωνία. Ήξερε εξ αρχής πως η ζημιά θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από κάποιο πιθανολογούμενο όφελος.
Σε πολιτικό επίπεδο, με προσεκτικές κινήσεις μετακινήθηκε προς το κέντρο, σε κοινωνικό επίπεδο προσέγγισε την μεσαία τάξη, αλλά και τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Ενίσχυσε στα πλαίσια του δυνατού την επιχειρηματικότητα, αφουγκράστηκε και συνομίλησε με την νεολαία, προνομιακό χώρο της αριστεράς μέχρι πρόσφατα, αντιμετώπισε με σταθερότητα και αποφασιστικότητα διάφορες κρίσεις, επιδεικνύοντας, συνάμα, μια σπάνια για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα ευαισθησία, απέναντι σε διάφορα προβλήματα της καθημερινότητας.
Δεν θα ήταν υπερβολή, αν χαρακτηρίζαμε το πρόγραμμα και την πολιτεία του, ως μία βελτιωμένη εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, προσαρμοσμένης στις συνθήκες του 21ου αιώνα.
Με τις προγραμματικές του δηλώσεις χθες, ο Κ. Μητσοτάκης, καταλαμβάνει τον ζωτικό χώρο τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και του ΠΑΣΟΚ, δημιουργώντας συνθήκες, σχεδόν ασφυκτικές και για τα δύο κόμματα, τα οποία, αφενός μεν το πρώτο βιώνει κρίση ταυτότητας, το δε δεύτερο, αναζητάει εναγωνίως πεδίο άσκησης πολιτικής.
Από τη στιγμή, όμως, που ο Κ. Μητσοτάκης διεμβολίζει το χώρο τους, είναι προφανές πως θα χρειαστεί και τα δύο κόμματα, να προσαρμόσουν την πολιτική τους. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθήσει την προεκλογική του στρατηγική, όπως φάνηκε από την αντίδραση στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, θα αποξενωθεί κι άλλο από το εκλογικό σώμα, πράγμα που θα φανεί στις δημοσκοπήσεις οι οποίες θα δημοσιευτούν σύντομα.
Αν το ΠΑΣΟΚ συνεχίσει να επιμένει στην ρετρό αντιδεξιά ρητορική του, δεν πρόκειται να καταστεί γοητευτικό για μεγάλες κοινωνικές ομάδες, για τις οποίες η παλιά διαίρεση «αριστερά - δεξιά» ή «προοδευτική - συντηρητική παράταξη», δεν έχουν κανένα νόημα και αναζητούν απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και πολιτικές ταυτίσεις. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι κάτι καινούργιο. Όποιος παρακολούθησε στενά τις αλλαγές που συντελέστηκαν στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, το διαπιστώνει δια γυμνού οφθαλμού και δεν χρειάζεται να μελετήσει ούτε δημοσκοπήσεις, ούτε ειδικές κοινωνιολογικές έρευνες.
Έτσι, όμως, η χώρα και το πολιτικό σύστημα θα είναι ετεροβαρές, χωρίς μία μαχητική, σύγχρονη, ευρωπαϊκή αντιπολίτευση, η οποία θα ελέγχει την κυβέρνηση και θα προτείνει λύσεις και βελτιώσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα, διατηρώντας πάντα την πολιτική και ιδεολογική της αυτοτέλεια.
Για τα λεγόμενα μικρά κόμματα, είναι σίγουρο πως αυτά στην ακροδεξιά πτέρυγα θα συνεχίσουν να διαγκωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία έκφρασης του «πατριωτικού χώρου», αποκαλύπτοντας έτσι το πραγματικό τους πρόσωπο. Θα δούμε και θα ακούσουμε εξωφρενικά πράγματα, αλλά αυτά έχει η Δημοκρατία.