Η ελληνική κοινωνία, με τον δύσκολο είναι αλήθεια, τρόπο, άλλαξε πολύ κατά την τελευταία ταραγμένη δεκαετία, αρχής γενομένης από τα «Δεκεμβριανά» του 2008. Πέρασε μέσα από εξάρσεις ριζοσπαστισμού, έζησε με τις ονειροφαντασίες επιστροφής σε ένα «χρυσό αιώνα», απογοητεύτηκε συγκρουόμενη με την πραγματικότητα και απομάγευσε είδωλα και ψευτοπροφήτες.
Βαθιά μέσα της, όμως, όπως τα λίγα καρβουνάκια που καίνε κάτω από τη στάχτη, παρέμειναν ορισμένες ποιότητες που διακρίνουν τον άνθρωπο από το ζώο. Το είδαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας με την αυταπάρνηση γιατρών και νοσηλευτών, με τους εκπαιδευτικούς που έσπευσαν να κρατήσουν αλώβητη τη διαδικασία μετάδοσης της γνώσης, με τις μοδίστρες της επαρχίας που έραβαν μάσκες, όταν ακόμη αυτές ήταν σε ανεπάρκεια. Το είδαμε με τους μικρούς, αθόρυβους, απλούς ανθρώπους που μάζευαν μεταχειρισμένα κεριά, για να φτιαχτούν άλλα για τους ηρωικούς υπερασπιστές της Ουκρανίας ή για τους εράνους μεταξύ φίλων και γνωστών, ώστε να συγκεντρωθούν χρήματα για την αγορά γεννητριών για τον πολύπαθο λαό αυτής της χώρας. Το είδαμε πρόσφατα, με τον πάνδημο θρήνο για το θάνατο των δύο παλικαριών της Πολεμικής Αεροπορίας. Το βλέπουμε και αυτές τις ημέρες με το πένθος που βιώνει ο κάθε ένας για τον άδικο χαμό των ανθρώπων στα Τέμπη.
Τις αποκάλεσα πιο πάνω «ποιότητες», γιατί επί δεκαετίες, η λέξη «αρετή», ήταν σχεδόν απαγορευμένη στο δημόσιο χώρο. Όποιος τη χρησιμοποιούσε, κινδύνευε να χαρακτηριστεί «εθνίκι», «νοσταλγός της χούντας», «ακροδεξιός» κ.λπ.
Κι όμως, αυτές, οι βαθιά ανθρώπινες αρετές της συμπόνιας και της συμμετοχής στον πόνο του άλλου, είναι που κρατάνε όρθια την κοινωνία, παρά τις περιπέτειες που βιώνει στους ταραγμένους μας καιρούς.
Στιγμές όπως αυτές, όταν χιλιάδες άνθρωποι έσπευσαν να δώσουν αίμα για τους τραυματίες στο τρομακτικό και τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, είτε το θέλουν μερικοί είτε όχι, σφραγίζουν τον δημόσιο βίο και λειτουργούν ως οδοδείκτες για το μέλλον.
Αυτή είναι η ελληνική κοινωνία, με τους μικρούς, αθόρυβους ανθρώπους τους, οι οποίοι αφήνουν τη βολή τους και πηγαίνουν να δώσουν ό,τι πολυτιμότερο έχουν: το αίμα τους.
Αυτοί οι μικροί, αθόρυβοι άνθρωποι, οι «κυρ Παντελήδες», όπως περιφρονητικά τους αποκαλούν εκείνοι που γοητεύονται από το ψευτοεπαναστατικό «όραμα» της δικής τους αλήθειας και επανάστασης, είναι που κράτησαν, κρατούν και θα κρατούν όρθια την κοινωνία. Το έκαναν στο παρελθόν, όταν η χώρα βγήκε τραυματισμένη από την πικρή δεκαετία 1940 - 1950, αλλά κι αργότερα.
Κανείς τους δεν θέλει να γίνει «αναγνωρίσιμος», «διάσημος» ή «ήρωας». Απλά κάνουν το καθήκον τους, έτσι όπως το νιώθουν, έτσι όπως το έκανε προχθές ο νεαρός σπουδαστής της Ναυτικής Ακαδημίας, σώζοντας τους συνεπιβάτες του.
Θα μου πείτε πως υπάρχουν κι οι άλλοι. Εκείνοι που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τον ανθρώπινο πόνο, για να βρουν δικαιολογία προβολής αρρωστημένων ιδανικών ή έστω να βρει ένα «σκοπό» το «κίνημα αμφισβήτησης», για να «πέσει η κυβέρνηση».
Λειτούργησε αυτός ο μηχανισμός αποτελεσματικά, είναι αλήθεια, το μακρινό πια 2008 με την καταστροφή του κέντρου της Αθήνας στα λεγόμενα «νέα Δεκεμβριανά», τα οποία έκτοτε με θρησκευτική ευλάβεια τα «γιορτάζουν» με τη γνωστή «τελετουργία» της καταστροφής.
Παραγνωρίζοντας τον πόνο, το θρήνο και το πένθος μιας ολόκληρης κοινωνίας, πριν καν ταφούν οι νεκροί, προσπαθούν και τώρα να επαναλάβουν αυτό που ξέρουν καλά να κάνουν: με πρόσχημα τον τραγικό θάνατο των συνανθρώπων μας τα Τέμπη, ονειρεύονται εκστρατείες, οδομαχίες και έφοδο στα ανάκτορα της εξουσίας.
Στην ουσία, πρόκειται για συνέχεια των προσπαθειών υπονόμευσης της υγειονομικής ασφάλειας με τις μπύρες στις πλατείες κατά την περίοδο της πανδημίας, τους χλευασμούς για τις ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια κατά τη διάρκεια των εθνικών γιορτών, την άθλια επιχειρηματολογία «πως μία δουλειά έκαναν οι πιλότοι και συνεπώς δεν είναι περισσότερο ήρωες από το θύμα ενός εργατικού ατυχήματος» κ.ά.
Το βλέπουμε και τώρα, ένας εσμός από τους συνήθεις «επαναστάτες» προσπαθεί να δημιουργήσει «κλίμα εξέγερσης» κατά πάντων των εξουσιών, με στόχο τις επερχόμενες εκλογές. Αν κρίνουμε από τη συμμετοχή σε αυτές τις «εκδηλώσεις», όπου δίνουν το παρόν οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι από τα παλιά, η ελληνική κοινωνία τους αγνοεί επιδεικτικά.
Αυτές οι δύο Ελλάδες συνυπάρχουν. Η μία δημιουργεί και κοπιάζει, η άλλη βαυκαλίζεται με την «προοδευτικότητά» της. Οι δύο αυτές Ελλάδες υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Η μία θα προχωράει μπροστά κι άλλη θα προσπαθεί να την κρατήσει πίσω, δέσμια ιδεοληψιών και απαρχαιωμένων στερεοτυπικών εμμονών.
Ο καθένας, είναι απόλυτα ελεύθερος να αποφασίσει σε ποια από τις δύο Ελλάδες ανήκει. Μόνο που μετά το πέρας εκ του ταμείου, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.