Πολιτικά φροντιστήρια και αγροτικές κινητοποιήσεις

Ήμουν νέος και γέρασα, βλέποντας να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο η ίδια τελετουργία με θρησκευτική προσήλωση, των αγροτών με τα τρακτέρ να κλείνουν τους δρόμους και τις εθνικές οδούς. 

Θυμάμαι πολιτικούς και πολιτικάντηδες πάνω σε τρακτέρ να βγάζουν δεκάρικους λόγους για τα «δίκαια της αγροτιάς», το διάσημο σύνθημα «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», τις φωτιές στα μπλόκα και τη γενικότερη αγανάκτηση της υπόλοιπης κοινωνίας για την ταλαιπωρία που προκαλούσαν οι λεγόμενες αγροτικές κινητοποιήσεις. 

Θυμάμαι, επίσης, τα λεγόμενα «διώροφα» και «τριώροφα» χωράφια ή το θαύμα πως 100 πρόβατα που τα περιέφεραν από στάνη σε στάνη, οδηγούσε στην εκταμίευση των πλουσιοπάροχων κοινοτικών επιδοτήσεων. Ποιος, εξάλλου, μπορεί να ξεχάσει τις τεράστιες χωματερές, όπου θάβονταν χιλιάδες τόνοι αγροτικών προϊόντων, χάρη στις επιδοτήσεις. Μικρός ο τόπος και γνωριζόμαστε όλοι. 

Η φετινή χρονιά, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Η τελετουργία θα πρέπει να γίνει, η παράδοση να τιμηθεί και στο τέλος να γίνει το ταμείο για τους αγροτοσυνδικαλιστές και τα κόμματα που άκριτα υποστηρίζουν κάθε τους αίτημα, όπως άλλωστε κάνουν και με τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες. 

Η διαφορά, όμως, από το παρελθόν είναι η εξής: κατά την τελευταία δεκαπενταετία, η ελληνική κοινωνία με τον δύσκολο, είναι αλήθεια, τρόπο, αναγκάστηκε να φοιτήσει σε δύο «πολιτικά φροντιστήρια», τα οποία τη βοήθησαν να δει με μεγαλύτερη ψυχραιμία την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων. Τα φροντιστήρια αυτά ήταν: α) η δεκαετής οικονομική κρίση με τα μνημόνια και β) η ενεργειακή κρίση των τελευταίων ετών. 

Είτε μπορεί να το παραδεχτεί κανείς αυτό είτε όχι, η «φοίτηση» ήταν κάτι σαν τη θεραπεία σοκ, αφού η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, κατάλαβε πως δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα και πως κανείς δεν σου δανείζει αν δεν εξασφαλίζει την έντοκη είσπραξη του δανείου. 

Πέραν τούτου, η ελληνική κοινωνία συνειδητοποίησε πως πρέπει να απλώνει τα πόδια της μέχρι εκεί που φτάνει το πάπλωμα και πως δεν υπάρχει κανένας από μηχανής θεός που θα την σώζει διαρκώς από τις άφρονες σπατάλες. 

Τέλος, ένα σημαντικό κέρδος των τελευταίων ετών, ήταν η πολιτική της μετριοπάθειας, της αποφυγής συγκρούσεων και, κυρίως, της αντιπαράθεσης της μίας κοινωνικής ομάδας με κάποια ή κάποιες άλλες. Κοντολογίς, ο κοινωνικός αυτοματισμός της περιόδου του «αντιμημονιακού αγώνα», ανήκει στο παρελθόν, ενώ το παρόν και το μέλλον καθορίζονται πλέον με όρους καταλλαγής, συνεννόησης και μετριοπάθειας. 

Κανείς δεν αντιλέγει πως οι αγρότες δεν έχουν δίκιο σε πολλά από τα προβλήματα που αναδεικνύουν. Εξάλλου, το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στα στενά εθνικά πλαίσια, μα απασχολεί ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Από την άλλη πλευρά, οι δυνατότητες της οικονομίας, ο λεγόμενος «δημοσιοοικονομικός χώρος» δεν είναι ανεξάντλητος κι από ότι φαίνεται, η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να θέσει εν κινδύνω τη σταθερότητα στην οικονομία «μοιράζοντας» λεφτά που δεν έχει για να ικανοποιήσει διάφορα αιτήματα. 

Το τι θα κάνουν οι αγρότες θα φανεί σε λίγες μέρες. Θα υποκύψουν στη γοητεία των σκληροπυρηνικών αγροτοσυνδικαλιστών του ΚΚΕ ή θα προτιμήσουν να μην οξύνουν τα πράγματα και έρθουν σε αντιπαράθεση με την υπόλοιπη κοινωνία; 

Είναι προφανές πως δεν υπάρχει ένα ενιαίο κέντρο λήψης αποφάσεων και πως υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ανάλογα με την περιοχή και τους επιμέρους κλάδους της αγροτικής οικονομίας. 

Οι κινητοποιήσεις αυτές, όμως, ανάδειξαν και ένα άλλο ζήτημα, το οποίο θα πρέπει να εξετάσουν οι ίδιοι οι αγρότες και συγκεκριμένα το αίτημα της εποχής για μεγάλες αλλαγές στον τρόπο παραγωγής, για εκσυγχρονισμό των μεθόδων, τη θεσμοθέτηση νέων μορφών συλλογικής καλλιέργειας και εμπορίας (ιδίως μετά την αρνητική εμπειρία των αγροτικών συνεταιρισμών της εποχής της αστακομακαρονάδας και της εθνικής αμεριμνησίας). 

Θα θελήσουν να το κάνουν ή θα επιμείνουν στις δοκιμασμένες, μα αναποτελεσματικές μορφές «πάλης» του παρελθόντος; Αυτό είναι κάτι που θα το αποφασίσουν οι ίδιοι, εφόσον κόπτονται πως αποτελούν τους στυλοβάτες της πρωτογενούς παραγωγής στη χώρα μας. Σε διαφορετική περίπτωση, θα μιλάμε για μία ακόμη χαμένη ευκαιρία και την αύξηση των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων από το εξωτερικό.