Υπάρχει ένα τμήμα της ελληνικής - κυρίως πανεπιστημιακής - διανόησης, η οποία αγωνιά για το μέλλον της αριστεράς στη χώρα μας. Θεμιτές ανησυχίες, αναγκαίες για το δημοκρατικό πολίτευμα, απαραίτητες για το δημόσιο διάλογο που προάγει τον πολυκομματισμό και την κοινοβουλευτική δημοκρατίας.
Η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και όσα ακολούθησαν κατά την εσωκομματική, προεκλογική εκστρατεία για την ανάδειξη νέας ηγεσίας αυτού του κόμματος, ήταν σοκαριστικά για αυτούς τους διανοούμενους, αφού αποκάλυψαν σε αυτούς και μόνο - γιατί οι υπόλοιποι το γνωρίζαμε από χρόνια - τις θανάσιμες παθογένειες και τον σκοτεινό κόσμο που κρυβόταν πίσω από υψιπετείς διακηρύξεις περί ανθρώπου, ανατροπής του κατεστημένου, οικοδόμησης μίας δικαιότερης κοινωνίας.
Αν επρόκειτο για ανθρώπους που δεν γνώριζαν την ιστορία, η αμηχανία ή το «συλλογικό πένθος» θα ήταν κατανοητό. Κατά τεκμήριο, όμως, πρόκειται για ανθρώπους μορφωμένους, με στιβαρή επιστημονική και ιστορική σκευή και κριτική σκέψη, αφού διακρίθηκαν στον δύσκολο στίβο της ακαδημαϊκής ζωής, η οποία είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική.
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: τώρα ανακάλυψαν «την κατευθυνόμενη τοξικότητα και τη διασπορά fake news»; Τα προηγούμενα χρόνια ζούσαν σε άλλη χώρα, άλλο πλανήτη, άλλο σύμπαν; Δεν πιστεύω πως διέλαθαν της προσοχής τους τα άπειρα παραδείγματα στοχοποίησης ανθρώπων και μάλιστα συναδέλφων τους στα πανεπιστήμια, οι τραμπουκισμοί κατευθυνόμενων μειοψηφιών, οι προπηλακισμοί και η δημόσια «διαπόμπευση»; Αλήθεια, πρώτη φορά έρχονται σε επαφή με τα λύματα του έμμισθου, κομματικού, διαδικτυακού παρακράτους, το οποίο έχει προκαλέσει τρομακτική ζημιά στο δημόσιο διάλογο με την επιβολή της τοξικότητας και της εχθροπάθειας απέναντι σε πολιτικούς αντιπάλους κατά το παρελθόν και εναντίον «πρώην συντρόφων» σήμερα;
Η εκλογή Κασσελάκη δεν «δείχνει επικίνδυνη περιφρόνηση στους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας», δεν είναι σύμπτωμα, αλλά αποτέλεσμα όλων εκείνων των γενεσιουργών αιτιών που διαμόρφωσαν τον ΣΥΡΙΖΑ από την ημέρα εμφάνισής του στο πολιτικό προσκήνιο. Τότε φυτεύτηκε ο σπόρος και τώρα ήρθε η ώρα της σοδειάς. Καιρός του σπείρειν και καιρός του θερίζειν που λένε και οι Ψαλμοί του Δαυίδ.
Η αναζήτηση ευθυνών για την ιλαροτραγωδία που βιώνει ο ΣΥΡΙΖΑ και ιδίως οι καλομαθημένες κομματικές του ελίτ, εκτός αυτού του κόμματος, στις «συνθήκες διπλής διάβρωσης» της κοινωνίας, είναι κατά το μάλλον ή ήττον, αδόκιμη.
Μπορεί ένα τμήμα της κοινωνίας να «χάνει σταδιακά την εμπιστοσύνη του στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς», αλλά ας μη ξεχνάμε πως αυτές ειδικά τις κοινωνικές ομάδες αγκάλιασε με θέρμη ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτα με τον «αντιμνημονιακό αγώνα», το ψευτοδημοψήφισμα του 2015 και στη συνέχεια σε πλήθος περιστάσεων όπως το αντιεμβολιαστικό «κίνημα», το «κίνημα υπεράσπισης κατά συρροή δολοφόνων» κ.λπ.
Ο κυνισμός στη σκέψη και στη συμπεριφορά πολλών πρωτοκλασσάτων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που διαπιστώνεται με πικρία, δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι τόσο παλιό όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τον έκανε σημαία και οδοδείκτη καθ’ όλη την πολιτική του διαδρομή, από τις βόλτες στη Γένοβα μέχρι το απαράδεκτο «ή μας τελειώνουν ή τους τελειώνουμε», με το οποίο αναβίωσε και έριξε λάδι στη φωτιά της εμφυλιοπολεμικής ρητορικής, προκειμένου να προσποριστεί εκλογικά οφέλη. Τα μέλη και οι οπαδοί της ΣΥΡΙΖΑ δεν ΘΑ ψήφιζαν έναν Μουσολίνι αν τους τον έφερναν ως παράκλητο, το ΕΚΑΝΑΝ ήδη με μια καρικατούρα του. Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένα όφελος να κλαίει κανείς πάνω από την κατσαρόλα με το καμένο γάλα. Έπρεπε να προσέξει νωρίτερα. Δεν είχαν, όμως, μυαλό. Ήταν αφοσιωμένοι στη δική τους «έφοδο στον ουρανό», δηλαδή στις κυβερνητικές καρέκλες, παρέα με τον συνέταιρό τους από την αλλοπρόσαλλη Δεξιά.
Υπάρχει διέξοδος για τον ΣΥΡΙΖΑ; Αν τα στελέχη τους είχαν μια κάποια, έστω και μικρή σχέση με τις παραδόσεις του τόπου μας, θα γνώριζαν την έννοια της μετάνοιας. Όχι έτσι όπως την ερμηνεύουν οι πιστοί του ανατολικού ορθόδοξου δόγματος, αλλά ως αναστοχασμό, ως ειλικρινή αναζήτηση των αιτιών που οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση. Επειδή, ωστόσο, στο παρελθόν έχουν άπειρες φορές προτάξει τον «διεθνιστικό» του χαρακτήρα, έναντι του «εθνικιστικού» των άλλων, πολύ φοβάμαι ότι δεν διαθέτουν τα ανάλογα ψυχολογικά, λογικά και πολιτικά εργαλεία για το κάνουν. Δεν απομένει τίποτα άλλο, από το να βλέπουν το οικοδόμημα, το οποίο όλοι μαζί, ομονοώντας έφτιαξαν, να γκρεμίζεται και με μετατρέπεται σε μία άμορφη μάζα υλικών κατεδαφίσεως. Με αυτά, όμως, τίποτα το καινούργιο δεν μπορείς να φτιάξεις.