Ο Ρίσι Σούνακ ούτε που θα φανταζόταν πως η ιταμή του συμπεριφορά προς τον Έλληνα πρωθυπουργού, θα λειτουργούσε ως εμβρυουλκό για την πολυπόθητη συναίνεση του πολιτικού μας συστήματος, ενώ φαίνεται πως και στην ίδια του τη χώρα οι πολίτες δεν εκτίμησαν τη στάση του πρωθυπουργού τους και δημοσκόπηση που είδε αργά χθες το απόγευμα των φως της δημοσιότητας, αναδεικνύει πως ένα 66% των ερωτηθέντων καταδικάσει τη συμπεριφορά του.
Ένα - ένα τα πολιτικά κόμματα, άλλα αμέσως κι άλλα με τη σχετική καθυστέρηση, έσπευσαν να καταδικάσουν αυτή την προσβλητική συμπεριφορά του Βρετανού πρωθυπουργού και να στηρίξουν έμμεσα ή άμεσα τον Έλληνα ομόλογο του.
Είναι από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που το ελληνικό πολιτικό σύστημα ομονοεί και παρουσιάζει προς τα μέσα και προς τα έξω μία ενιαία στάση.
Καλοδεχούμενη η συναίνεση, έστω και σε αυτό το ζήτημα, το οποίο, ας ομολογήσουμε, δεν είναι ψηλά στην ατζέντα του πολιτικού διαλόγου, ούτε αποτελεί αντικείμενο κομματικής αντιπαράθεσης και μάλλον υποχρέωσε τους πάντες, εκόντες άκοντες να λάβουν την ανάλογη θέση.
Στην ουσία, όμως, πρόκειται για επίφαση συναίνεσης, αφού κανείς δεν θα τολμούσε να πάει κόντρα στην εξαγριωμένη -και δικαίως- ελληνική κοινή γνώμη, για ένα θέμα που αφορά στην πολιτιστική της κληρονομιά και ταυτότητα. Συνεπώς, με τζάμπα κόλλυβα κάνουν μνημόσυνο.
Κανείς δεν μπορεί να απαιτήσει από κανένα κόμμα να συναινεί ή και να ταυτίζεται με τις επιλογές του κόμματος που κυβερνάει κάθε φορά.
Εκείνο που απαιτεί εδώ και χρόνια η κοινωνία, είναι τα πολιτικά κόμματα, τουλάχιστον εκείνα που ανήκουν στο δημοκρατικό τόξο και αποτελούν σταθερούς πυλώνες του πολιτικού συστήματος, να έχουν μία ελάχιστη κοινή βάση επιδιώξεων σε τομείς όπως η εξωτερική πολιτική και άμυνα, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα, οι αναγκαίες τομές και μεταρρυθμίσεις στην υγεία, στην παιδεία, στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, στη δημόσια ασφάλεια.
Κι όταν ελάχιστη κοινή βάση, δεν εννοούμε τίποτα άλλο από την παραδοχή της αναγκαιότητας των παραπάνω. Στις επιμέρους εφαρμογές μπορούν να έχουν διαφορές και άλλες προσεγγίσεις, χωρίς υποχρεωτικά να δέχονται αδιαμαρτύρητα και σιωπηλά τις εκάστοτε κυβερνητικές προτάσεις.
Αυτό προϋποθέτει, παρόλα αυτά, την παραδοχή πως η χώρα υστερεί σε πολλούς τομείς, οι οποίοι χρήζουν βελτιώσεων ή μεταρρυθμίσεων (ανάλογα με την ορολογία που χρησιμοποιεί κάθε πολιτικός οργανισμός).
Δυστυχώς, τον τελευταίο μισό αιώνα γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες της απόλυτης απόρριψης και άρνησης είτε από το ένα κόμμα είτε από το άλλο, ανάλογα με το ποιο κυβερνάει.
Ομολογουμένως στη χώρα μας δεν υπάρχει η κουλτούρα της συναίνεσης στα μεγάλα ζητήματα και γι’ αυτό ευθύνονται όχι μόνο τα κόμματα, αλλά και οι πολίτες, οι οποίοι συχνά - πυκνά εμφανίζονται βασιλικότεροι του βασιλέως. Παλιά αυτό συνέβαινε με τους ομηρικούς καυγάδες στα καφενεία των πόλεων και των χωριών, σήμερα στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Μπορεί τα μέσα έκφρασης να άλλαξαν, όχι όμως η νοοτροπία του κομματικού πατριωτισμού.
Κι εκεί ακριβώς, εντοπίζεται το πρόβλημα. Δεν υπάρχει συναίνεση στην ίδια την κοινωνία, όπου επικρατούν πανίσχυρα διάφορα τοπικά ή κλαδικά δίκτυα συμφερόντων, τα οποία βάζουν εμπόδια και, τελικά, ακυρώνουν πολλές προσπάθειες, όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων ανεξαιρέτως, για τις πολυπόθητες αλλαγές (ας μην τις ονομάσουμε μεταρρυθμίσεις, γιατί η λέξη αυτή λειτουργεί σαν κόκκινο πανί για διάφορους wannabe ταύρους του πολιτικού σκηνικού).
Τα δίκτυα αυτά, μικρά ή μεγάλα, είναι που τελικά υπαγορεύουν τις αποφάσεις σε τοπικό (αυτοδιοικητικό) επίπεδο και με τη σειρά τους ασκούν πιέσεις στην κεντρική πολιτική σκηνή. Το περιβόητο πολιτικό κόστος, είναι τελικά η μεγαλύτερη τροχοπέδη για την εξέλιξη και την πρόοδο της κοινωνίας. Κανείς δεν είναι σε θέση να το αγνοήσει, αφού όποιος προβεί στο απονενοημένο αυτό διάβημα, δεν μακροημερεύει ως αιρετός σε οποιαδήποτε θέση. Φαύλος κύκλος.
Κι επειδή κάθε θαύμα στη χώρα μας κρατάει μόνο τρεις ημέρες, την επομένη της πάνδημης συναίνεσης είμαι σίγουρος πως θα ξαναγυρίσουμε στην παλιά, καλή δοκιμασμένη συνταγή της διαίρεσης και της άγονης αντιπαράθεσης.